Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Μεταμεσονύκτιο άσμα

Και τί κατάλαβες ;
Μείναμε όλη νύχτα μ’ ένα πακέτο τσιγάρα φτηνά
που δεν καπνίστηκαν ποτέ.
Ένα φλεγόμενο πακέτο τσιγάρα σβηστά.
Με μία ανώμαλη θέα προς τη λάθος πλευρά
και δάχτυλα πάθους σε τζάμια θολά που ξεμείναν
απ’ ανάσες.
Με χάρτες απάτες σε κορμιά γυμνά.
Και τί κατάλαβα ;
Ξεχασμένα καπέλα σε εξώστες θεάτρων κλειστών
κι ομπρέλες βρεγμένες μ’ ένοχα μυστικά,
μπλεγμένα νωπά μαλλιά, μίτοι-
κουβάρια μ’ ατέλειωτα ψέμματα.
Τί κατάλαβες ;
Που ζωγράφισες μητέρες γαλάζιες,
φιγούρες, μύστες και βήματα στο σώμα μου,
σχήματα ντροπής ηδονικά.
Και τί κατάλαβα που ξέσπασα στα κλάματα
της φίμωσης της ενοχικής του αναπόφευκτου ;
Που κατάφερα και το ‘κρυψα στα λυχνάρια της αμαρτίας,
στα έγκατα, για να το δω να ξεχειλίζει ψέμματα.
Κάλπικα κέρματα, καμπύλα οινοπνεύματα
κι αναμμένα αίματα.
Και τί κατάλαβα ;
Που μ’ άλλαξε νόημα η γειτονιά,
που τα γνώριμα σκίρτησαν άπληστα χρώματα.
Πάγωσαν και κάηκαν ανόητα.
Χωρίς λόγια τάχθηκαν
και μ’ έταξαν σ’ ερώτικα μηνύματα.
Καπέλα ξεχασμένα σε σκηνές παράταιρες
κι ομπρέλες βρεγμένες με φερομόνες ανάσες.
Τζαζ φλογερές μουσικές αγκαλιασμένες,
να λικνιζονται σε σκοτεινά αέναα περάσματα.
Και τί κατάλαβες ;
Που η μετάνοια ανήκει σ’ άλλη εποχή
από το μέλλον ;
Το παρελθόν τ’ αντέχω.
Το μέλλον σκιάζομαι.
Στο λέω το ξανάγραφα με χρώματα άγραφα,
αόρατα έντονα, σε σελίδες ξεθωριασμένα χρυσές
3,14 μακριά σου και σ’ αγγίζω.
3,14 και το μέλλον ξορκίζω.
Τί κατάλαβα ;
Που μπλέχτηκα στα μαθηματικά ;
Μην τρομάζεις.
Μην φοβάσαι.
Μόνο μίλα μου γι’ αυτά που έζησες,
γι’ αυτά που θες να ζήσεις
χωρίς εμένα-με μένα.
Για ένα νησί κοινό,
κι ένα σπίτι χλωμά φωτεινό.
Μόνο μίλα για την ύψιστη ερωτική στιγμή του ποιητή,
που γνώρισες,
για ‘κείνο το γυναικείο σώμα με το ξωτικό πρόσωπο-
το άγνωστο,
κι εκείνη την πόρτα με τις βεντάλιες που κουδουνίζει υστερικά.
Μα σώπαινε.
Και θα μιλήσω εγώ.
Κι εγώ θα πώ με σώματα και στόματα ενωμένα,
ιστορίες γι’ αμαζόνες,
για φαντάσματα προδωμένα κι αρώματα.
Για γυναικεία σώματα που θα ζηλέψει κι η Μαρία Σαλώμη θα πω.
Και για κρεβάτια που φλέγονται σε αγιασμένες γέφυρες.
Για φορεμένα λάφυρα, ερωτικά θα πώ,
και για πουκάμισα λευκά, αντρικά,
διάπλατα βρεγμένα κι ανοιχτά-
σε θηλυκά κορμιά.
Θα πώ όσα ξέρω.
Και θα μιλήσω για πολλά, μα προπαντώς θα πώ
για τα πακέτα με τα τσιγάρα που στα συρτάρια μου ξεχνάς,
κι εγώ τ’ ανέχομαι.
Μα δεν μπορώ ν’ αντισταθώ,
στ’ άρωμα που απ’ το χαρμάνι βγάζουν,
στον καπνό π’ ατμίζουν πρόστυχα.
Όχι, δεν τα καπνίζω.
Να τα κοιτάζω, μόνο,
μ’ αρέσει, και να τα μυρίζω.
Μα όχι απόψε.
Απόψε θα δώ στα όνειρά μου
ποιόν θα πάρω.
Γλώσσες φωτιάς θα τυλίξουνε το σώμα που θα πάρω, ηδονικά.
Στης συνουσίας το σχήμα,
σ’ ένα δωματιο από καθρέφτες
μ’ ένα φτηνό κοκκινάδι στα χείλια, που πάγωσε.
Να τί κατάλαβα.
Εσύ θα πηδάς μεσ’ από σχήματα καπνού-
κυκλικά, τσιγάρων αναμμένων…
Ο καλύτερος τρόπος ξέρω, είναι να δωθείς σ΄ ένα φαύλο πειρασμό.
Σ’ έναν αστείο βαλεντίνο,
σ’ έναν φίλο μυστικό,
σ’ έναν χόρτο που προδίδει
όταν γίνεται λευκό ή υγρό.
Γιατί εσύ κι αυτή υπήρξατε
Ζωντανοί – νεκροί
τις νύχτες της γέννησης-
τις μέρες της ανάστασης.
Θα μου φέρεις το βάρος απ’ το στέρνο σου,
θα μου δώσεις το δάκρυ των φιλιών σου
και 'γω θα τα σηκώνω μέχρι το τέλος του χρόνου.
Θα μείνεις εδώ μαζί μου,
και δεν θα θες πια να γίνεις μεγάλος και τρανός,
θα πάρεις το κορμί μου στα χέρια σου,
θα πάρεις την αγάπη μου και θα την  κάνεις θησαυρό
ή θα την πνίξεις στον άνεμο.
Θα καταλάβεις κι εσύ.
Ησύχασε.
Δεν θα βγάλω μιλιά.

αΘηνά.


Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Εμείς εκεί

Ημουν εκεί. Κι ήσουν κι εσύ.
Κι ήταν τα πάντα.
Κι ένα φεγγάρι μεγάλο,
πιο μεγάλο από ποτέ.
Τόσο, όσο κι η ανάγκη μου να είμαι 'κει.
Με σένα.
Για μια τελευταία φορά, πριν φύγω.
Κι ήμασταν μόνοι μέσα στο πλήθος.
Εσύ κι εγώ .
Κανείς άλλος.
Τίποτα άλλο.
Ένα τέλος
Μια αρχή.
Όλα τόσο διάχυτα
Τόσο ρευστά.
Ήταν για μας.
Όλα για μας.
Η νύχτα.
Τα φώτα.
Οι ήχοι κι οι στίχοι.
Όλα για σένα και μένα.
Όλα τέλειωναν κι άρχιζαν μαζί.
Κι όλα μιλούσαν σιωπηλά για σένα και για μένα,
για μας.
Ένα.

Κι όλα έλεγαν σιωπηλά ηλεκτρισμένα 'Σ'αγαπάω'.
Τα βλέμματα που συναντήθηκαν,
κι αυτά που γύρισαν αλλού
τ' αγγίγματα που έφτασαν στον προορισμό τους,
κι αυτά που κοντοστάθηκαν και δείλιασαν
οι λέξεις που ειπώθηκαν κι αυτές που χάθηκαν στη δίνη των σκέψεων-
πιο πολύ αυτές που δεν χρειάζονταν να ειπωθούν
οι δεδομένες,
οι μαγικές,
που τις ήξερα και τις ήξερες,
έτσι απλά.
Γιατί είσαι σύ κι εγώ είμαι 'γω.

Αγοραπωλησίες και μυστικές συνουσίες,
χρυσόψαρα και κρεμασμένα γέλια σε μπαλκόνια,
παιδιά που περπατούσαν με τα χέρια,
ζωές-σωσίβια, τελεσίγραφα, αντίγραφα,
συνήθειες γαμημένες, φώτα,
κι αγκαλιές, ντροπαλές μα έντονες.
Να μην νιώθω τίποτα.
Και να νιώθω τα πάντα 
Να πετάω τα ρούχα μου ψηλά
και να πετάει μαζί κι η ψυχή μου
να κρατάω τη λύπη μου μακριά.
Σε μια αγκαλιά γυμνή-
ντυμένη μ'αγάπη.
Αγάπη από παντού.

Ήσουν εκεί πίσω μου, ο κόσμος και το νόημα μου,
η παρουσία σου ακτινοβολούσε μπροστά μου.
Τα μάτια μου έβλεπαν μόνο εσένα-
σε μια σκηνή, σε κάθε στίχο, σε κάθε ήχο-
και τις στιγμές μας,
που φαίνονταν να ξεμακραίνουν,
μα πήγαιναν μπροστά.
Τα μάτια μου βούρκωναν από ευτυχία-
μια ευτυχία τρομακτική.
Απόλυτη.

Ένας κόμπος η χαρά μου
κι ένα τραγούδι οι στιγμές μας.
Τόσες σημασίες στριγμωγμένες σε μια βραδιά,
σε λίγες φορτισμένες ώρες.
Το είναι μου ρυθμισμένο-
μεθυσμένο, κολλημένο σε σένα.
Ένα φευγιό που ενώνει,
εσένα κι εμένα.
Χαρά κι αγάπη και νοσταλγία -
τόσα πολλά συναισθήματα μαζεμένα
δίπλα-δίπλα, αγγίζονταν,
σαν μαγνήτες έλκονταν
κι απομακρύνονταν ταυτόχρονα,
φορτισμένα θετικά κι αρνητικά
ετερώνυμα κι ομώνυμα μαζί.
Κι η αγάπη που νιώθω για σένα να 'ναι φωτιά,
φλόγα καυτή, λάβρα  και πάθος-
κλεισμένα σε κουτί.
Ανείπωτα.
Μα το σώμα μου, το είναι μου, σου έδειχνε.
Ήξερα πως τ' άκουγες,
Το έβλεπα στα μάτια σου
κι ας τέλειωναν όλα μετά,
ζουσα για κείνες τις ώρες.
Ο χρόνος είχε σταματήσει,
για μένα και για σένα,
σε μια βραδιά μ' ένα φεγγάρι ολόγιομο
από ευτυχία,
σ' ένα 'Σ'αγαπάω'.
"Δεν φταίω εγώ, μέσα μου θα ζεις."

Σε μια βραδιά δικιά μας. Για πάντα. 

αΘηνά. 



Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Εκείνες

Διαβάζεται καλύτερα ακούγοντας αυτό :



Κι είν' όλες εκείνες οι μικρές, γλυκές, παιδικές, θoλές στιγμές
γεμάτες κλάματα και γέλια και φωνές κι αρώματα

Κι όλες οι άλλες που ένα άγχος ψυθιρίζει στο κεφάλι σου-
υστερικά 

Κι είν' όλοι εκείνοι οι φίλοι που κρατήσαν μια βραδιά
που αφήσαν σπίτι τα κλειδιά και βγήκανε στο κρύο
Κι είν' όλοι εκείνοι οι έρωτες μ' ερωτηματικά
που ξεχαστήκανε για πάντα στα μεγάλα τους φιλιά

Κι όλα εκείνα τ' αξημέρωτα γιατί
που δεν άντεξε κανείς να στ' απαντήσει-
Μήτε κι εσύ μπορείς να τ'απαντήσεις
και τ' αφήνεις να αιωρούνται πάνω απ' το κεφάλι σου
Κι αποφεύγεις να κοιτάξεις το ταβάνι
μην τυχόν κι αναγκαστείς να αναμετρηθεις ξανά μαζί τους.

Κι είναι και 'κεινες οι αόρατες φωσφοριζέ πατούσες στο ταβάνι
που αποφεύγεις να κοιτάξεις-
Δίχως να ξέρεις γιατί-
ή πώς βρέθηκαν εκεί-
Μόνο που σ' εκνευρίζουν ώρες-ώρες.

Κι όλες εκείνες οι στιγμές που θες να διαγράψεις μα δεν τολμάς
και τις κρατάς κλειδωμένες σ' ενα κλειδί χωρίς συρτάρι
Ή εκείνες που νιώθεις πως σου τελειώνει το νερό-
ενώ είσαι ψάρι

Κι όλες εκείνες που αναγκάζεσαι να κρύβεις την αγάπη
για να μην φοβηθεί -
και φύγει πάλι
Κι όλες εκείνες οι στιγμές που σκέφτεσαι πως δεν μπορεί να φύγει-
μόνο και μόνο για να τις αναιρέσεις αμέσως μετά.

Κι εκείνες οι άλλες που βυθίζεται το κεφάλι σου στη μαλακία-
και φτιάχνει ξεπεσμένες αφορμές, 
μέσα σε κάτι πράσινα καζάνια που βράζουν και ξερνάνε ανασφάλεια
Ή εκείνες που το τέρας που κείτεται μέσα σου βαθιά ξυπνάει
και σου ζητάει πράγματα που δεν μπορείς να δώσεις-
κάτι σαν απαιτητική οργή ή τσαλαπατημένο εγωισμό

Κι εκείνες στη βροχή, στον ήλιο, στο κρύο, στη θαλπωρή, στο πάπλωμα,
στη θάλασσα, στ' απογεύματα, στα μεσημέρια, στα ηλιοβασιλέματα
Κι αυτές στο γέλιο και το κλάμα-
εκείνες τις ανάμεικτες σαν παγωτό μηχανής

Ή εκείνες οι άλλες οι μπερδεμένες πανσέληνες στιγμές που σε μελαγχολούν
μα περνάνε, όπως κι οι άλλες οι ηλιόλουστες

Κι εκείνες που υποσχέθηκες πως θα προσπαθήσεις-
ή εκείνες που εύχεσαι να μην το είχες κάνει
Κι εκείνες τις άλλες που δεν το 'κανες και μετανιώνεις
Κι εκείνες που μετανιώνεις
Κι εκείνες που μετανιώνεις πικρά
Κι εκείνες που δεν θ' άλλαζες με τίποτα
Ούτε μέ όλες τις άλλες του κόσμου
Αυτές που πέρασες μαζί του-
και μαζί του

Κι όλες εκείνες που δεν ήρθαν-
μα θα 'ρθουν-
Κι όλες μαζί θα 'ναι εσύ.

αΘηνά.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Μέτρημα

Μετράω πάλι τις μέρες στο χαρτί
Τη μια μου βγαίνουν λίγες
Την άλλη πολλές
Εξαρτάται απ' την ώρα
Μετράω πάλι τις μέρες
Μέχρι να 'ρθει εκείνη
κι η πόλη ν' ανάψει πάλι
ν' ανάψει φως και φωτιά

Λαμπιόνια και μουσικές
στο μυαλό μου συνωστίζονται
για κείνη τη μέρα

Την μια μου βγαίνουν λίγες
Την άλλη πολλές,
κι οι στιγμές που ζήσαμε ως τώρα
κι όλο μετράω
Μέχρι τα μάτια μου να κουραστούν
Μέχρι να μην χρειάζεται πια να μετράω
Μέχρι να βρεθώ στην αγκαλιά σου
Που σταματάει το χρόνο, τη λογική
κι οι αριθμοί μοιάζουν ασήμαντα απλοί

Τότε το μόνο που μετράει
είναι τα δυό σου μάτια
τα χάδια, το φιλί κι η ζεστή σου ανάσα
Τότε το μόνο που μετράει είναι ΕΣΥ.
κι εγώ κάπου εκεί πίσω να σε κοιτάζω,
να σ' αγαπώ.

αΘηνά.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Σ'άλλη διάσταση

Κλείνεις τα μάτια κι αφήνεσαι στην ταξιδιάρικη αίσθησή της.
Βρίσκεσαι σ' άλλη διάσταση.
Ακούς μόνο την ανάσα της και την ανάσα σου.
Μόνο τον χτύπο της καρδιά σου και τον ρυθμικό βόμβο απ' το κύμα της.
Είστε ένα.
Στα σφαλισμένα σου βλέφαρα προβάλλεται το φωτισμένο σκοτάδι που διαταράσσεται μόνάχα απ' αυτές τις γνώριμες καυτές κόκκινες λάμψεις.
Σαν φλεγόμενα άστρα ή κόκκινοι ήλιοι.
Πάλι την ακούς ν' αναπνέει.
Βρίσκεσαι σ' άλλη διάσταση.
Και το μόνο που γεύεσαι είναι η αλμύρα της καθώς γλείφεις τα χείλη σου.
Την αφήνεις να σε οδηγήσει εκείνη.
Στο άπειρο.
Για λίγες στιγμές τίποτα δεν έχει αλλάξει κι όλα είναι αλλιώς.
Γιατί βρίσκεσαι σ' άλλη διάσταση.


αΘηνά.
Painting: Slaveship, Turner

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Μονόφθαλμη

Κι όλα μπαίνουν τακτικά, ένα-ένα στο κουτί μας, αγάπη μου.
Κι είναι παράξενο.
Είναι παράξενο να 'χει κανείς τόση πολλή αγάπη να δώσει...
Και να μην έχει πού, να τη δώσει.
Να 'χει τόση πολλή φροντίδα και στοργή που στο τέλος να γίνονται βάσανο.
Να γυρνάνε χείμαρρος πάνω του, μέσα του, και να του γδέρνουν τα σωθικά.

Η αγάπη, είναι αγάπη μόνο όταν ο άλλος τη δέχεται έτσι.
Σαν αγάπη.
Μόνο αν την έχει ανάγκη και θέλει να την δεχθεί.

Όχι, όχι, λάθος.
Πάντα δεχόμαστε την αγάπη.
Οποιοδήποτε είδος της είναι ευπρόσδεκτο.
Ανεπιθύμητη γίνεται, όταν ξέρουμε πως πρέπει να την ανταποδώσουμε, μα δεν έχουμε καμία πρόθεση να το κάνουμε.
Και να που η αγάπη, γίνεται καταπίεση.
Όταν γίνεται μονόπλευρη.
Μονόφθαλμη.
Κι ύστερα γίνεται τυφλή.

αΘηνά.




Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Μην μ'αφήσεις ξανά

Νιώθω τον σφυγμό μου να χτυπά στις φλέβες μου.
Είναι γρήγορος και μου μουδιάζει τα δάχτυλα.
Κι αναρωτιέμαι πώς μπόρεσες ;
Πώς μπόρεσες να μ' αφήσεις μόνη μου ;
Μέσα στην απάνθρωπη νύχτα ;
Μέσα σ' αυτή την αιμοσταγή ζούγκλα ;
Και τώρα περπατώ ξανά βήμα-βήμα.
Τα πόδια μου πονάνε και τα μηνίγγια μου βαράνε,
σαν εξωφρενικά ταμπούρλα.
Μια φράση κατακλύζει την σκέψη μου.
Γράφεται με μεγάλα γράμματα στο κέντρο του μυαλού μου.
Και αναβοσβήνει σαν κόκκινη νέον επιγραφή.
ΣΕ ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ
Κι όσο προχωράω η ανάσα μου πιάνεται και ραγίζει.
Πριν το καταλάβω τα ματιά μου γεμίζουν μ' εφιαλτικά θολά φώτα,
που πηγαινοέρχονται υστερικά.
Πρωτού τα χοντρά δάκρυά μου κυλήσουν στα μάγουλά μου.
Πνίγομαι.
Σε σιχαίνομαι και πνίγομαι.
Πώς μπόρεσες να μ' αφήσεις μόνη ;
Ο εγωισμός μας απλώνεται πάνω απ' την πόλη σαν αγιάζι
Μα δεν είν' αυτό που με σκοτώνει.
Με μαχαιρώνει πισώπλατα, η απάθειά σου.
Πώς μπορεί να μην σε νοιάζει ;
Δεν έχω την αίσθηση του προσανατολισμού,
του χώρου και του χρόνου.
Νιώθω πως χάνω και το ένστικτο της επιβίωσης μου.
Ξέρω πιά πως βαδίζω λάθος μα προχωρώ σταθερά.
Δεν ξέρω που αλλού να πάω, πέρα απ' το λάθος.
Οι δυνάμεις μου μ' εγκαταλείπουν.
Κάθομαι κατάχαμα.
Η μόνη αίσθηση που έχω είναι η παραίσθηση.
Πετάγομαι στο παραμικρό θρόισμα.
Ο φόβος μ' έχει καταλάβει.
Πού βρίσκομαι ;
Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει.
Στέκομαι τώρα στην μέση του "πουθενά" .
Το φως της λάμπας μοιάζει απόκοσμα κίτρινο.
Ο χώρος γύρω μου είναι τόσο ξένος.
Μοιάζει μ' εφιαλτικό σκηνικό, αλλά δεν ξυπνάω.
Από πού ήρθα ;
Γιατί δεν έρχεσαι να με πάρεις πίσω ;
Γιατί δεν έχεις βγεί ακόμη στους δρόμους να μ' αναζητήσεις ;
Έχει κοπεί η φωνή μου.
Για στιγμές νομίζω πως κόβεται κι η αναπνοή μου.
Γιατί με άφησες μόνη ;
Δεν ξέρω πόση ώρα μετά αποφάσιζω να θυμηθώ πως έφτασα ως εδώ.
Αρχίζω να προχωρώ αντίστροφα.
Τα πόδια μου τρέμουν.
Ρίγη διαπερνούν το κορμί μου.
Τα δάχτυλα των χεριών μου έχουν παγώσει,
αρνούνται να κάνουν την παραμικρή κινηση
Αυτοκίνητα γύρω μου σφυρίζουν,
τα αγνοώ σαν σε παράλληλο σύμπαν και προχωρώ.

Ξαφνικά ξεσπιέμαι.
Σποραδικά άνθρωποι γύρω μου πάλι.
Τα πόδια μου τρέμουν πιο πολύ τώρα.
Το τηλέφωνό μου καλεί.
"Έλα να με πάρεις."
Στο στήθος νιώθω ένα κενό.
Εκεί που πριν ένιωθα ασφάλεια κι αγάπη.

Μην με αφήσεις ξανά μόνη!
Μην με αφήσεις ξανά μόνη.

Μην με αφήσεις ξανά...


Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Ιησούς κι Ιούδας

Ώρες, μέρες τώρα,
η καρδιά μου διατάζει
και το μυαλό την αγνοεί
Ώρες, μέρες τώρα,
αρνούμαι ν'ανοίξω τα μάτια
και ν' αντικρίσω την αλήθεια

Μην ήταν ψέματα πως ήσουνα για μένα
Ο προσωπικός μου Ιησούς κι Ιούδας
Ένας δικός μου απερίγραπτος Βούδας


Μην ήταν αλήθεια πως δεν έφταιξες μονάχα εσυ ;
Μην έβαλα κι εγώ στο χέρι σου καρφιά κι αργύρια
Μην σ'έστειλα μονάχη, στην κρεμάλα ή στο σταυρό

Δεν ξέρω αν σε λατρεύω ή αν σε συγχωρώ
Αν οι πληγές σου έχουν κλείσει ή κρατάνε ακόμη
Δεν ξέρω αν έφτασα στην ώρα μου ως εδώ
ή αν σ'αρνήθηκα πριν αλέκτωρ λαλήσει.

Ώρες, μέρες τώρα,
το στήθος μου πληγιάζει
κι είν' το νερό θολό
Ώρες, μέρες τώρα,
δεν ξέρω αν σ'εχασα
ή αν σε έχω εδω
Ακόμη.

Πίνακας: Juda's kiss, Giotto di Bondone
© Copyright Αθηνά Ιερομνήμων αΘηνά.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Βροχή

Σαν δάκρυα πόνου, κυλούν οι στάλες της βροχής
στο τζάμι της μικρής κάμαράς μου
ταυτίζεται ο καιρός με τα υγρά συναισθήματα μου
στη σκέψη σου θέση ζητώ

Βρέχει στη σκέψη μου,νύχτα,
τα μάτια σου βλέπω θάρρω
με κοιτούν σα μαύρες σταγόνες
για μια στιγμή
και χάνονται στο βάθος του μυαλού
στην ομίχλη της βροχής
-δε βλέπω καθαρά-
πράσινα μίση με στοιχειώνουν

Η ανάσα μου αφήνει αχνό σημάδι στο τζάμι
με το δάχτυλο ζωγραφίζω καρδιά
-σ'αγαπώ-
σπάει σε χίλια κομμάτια
σβήνει σε λίγα λεπτά
σβήνει κ σε τραβά μακριά μου
σε ξένα χέρια, ξένη αγκαλιά, ξένα φιλιά
πέτρινη αγάπη από νερό
-στάζει και λιώνω κ εγώ-

Το βουϊτό του δρόμου φτάνει στ' αυτιά μου
-μ' ενοχλεί-
κόβει το μονότονο ήχο της βροχής
καθώς πέφτει στο παγωμένο σίδερο στο μπαλκόνι
-παγωμένο όπως η ψυχή σου-
-σίδερο όπως η καρδιά σου-

Ακούω προσεχτικά τη βροχή
γιατί μου θυμίζει εσένα
-όπως όλα-
Στάζει και παγώνει τούτη την εποχή
Στάζει και δίνει ελπίδα για ζωή
-όπως εσύ-
μου μιλάς και με σκοτώνεις
μ' αγγίζεις για να ξαναγεννηθώ

Τόσο κρύο τ' άγγιγμα σου
μου δίνει ζεστασιά,θαλπωρή
μια ανάκατη μυρωδιά τσάι και γιασεμί
μία ανάκατη μυρωδιά βρεγμένο χώμα και μούχλα

Μπερδεμένα λόγια
Λυγμοί
Μοιρολόγια
Ανάκατες σκέψεις
Παρακάλια
Διαθέσεις
Ανήμπορα-αδιάφορα-χάδια
Τελευταία, αδύναμα φιλιά
Η πόρτα κλέινει με κρότο
και πίσω της κρύβει σιωπή
Έφυγες ;

Ύστερα σιγή
έπειτα βροχή
Δάκρυα και βροχή.
Η βροχή μουσκεύει το χορτάρι
στάζει το δάκρυ
μουσκεύει το λευκό μαξιλάρι.

© Copyright Αθηνά Ιερομνήμων αΘηνά.

""Σήμερα λόγω καιρικών συνθηκών θυμήθηκα το πρώτο ολοκληρωμένο ποίημα που έγραψα ποτέ. Στις 19 Οκτωβρίου 2008, 7.41 π.μ., άγρυπνη. Μπορεί τώρα να έχουμε Ιούνιο, μα όταν βρέχει τα συναισθήματα δεν αναγνωρίζουν μήνες. "


 

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Ανάσες ξένες

Σ' ένα κρεβάτι,
δόλιες σκέψεις
Πώς να διαλέξεις
τη διαφορά
Πώς να μιλήσεις;
Δύο σημάδια,
Σχήματα άδεια
τρύπια η καρδιά.

Ανάσες ξένες
κι οι τρείς χαμένες
σε μια δίνη
δίχως σκοπό
Πώς ν' ανασάνω;
δεν θες γιάνω.
Όταν ξυπνήσεις,
θα είμαι 'δω.



Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Μητέρα, Μανούλα, Μαμά


Πάντα σε θυμάμαι
ήσουν εκεί που ήθελα να 'μαι
άναβες τα φώτα
στα σκοτάδια μου τα πρώτα
κι άφηνες το νού να κοιμηθεί

Ήταν τα χάδια, τα φιλιά σου
η φωνή και τα μαλλιά σου
τα ολόγιομα σου μάτια
και τα χέρια σου φεγγάρια
που σβήναν κάθε μου βροχή

Τις Δευτέρες, τις Τετάρτες
κάθε νύχτα μεσ' τους χάρτες
του ονείρου μου η ψυχή
κοιμότανε μαζί σου, εκεί
στην αγκαλιά τη μητρική

Τις Τρίτες, τις Παρασκευές
στα χέρια σου με κράταγες
τον κόσμο μου 'δειχνες εσύ
του ήλιου την ανατολή
γλώσσα κι αριθμητική

Τις Πέμπτες και τα Σάββατα
ξεθάρρευα, δες με, μεγάλωνα
κι ύστερα το 'σκαγα κρυφά
με καρδιοχτύπια δυνατά
κι αλώνιζα στη γειτονιά

Τις Κυριακές με βάφτιζες
σε μια ανθοδέσμη χρώματα
της πασχαλιάς τ' αρώματα
Κόσμε, δεν έχει άλλο παιδί
μάνα καλύτερη απ' αυτή

Με πότισες γάλα της ζωής
με τάισες νέκταρ της ψυχής
μ' έμαθες μύρια βήματα
φτερά μου φόρεσες λευκά
σ' απανεμιά και κύματα

Είσαι 'συ μητέρα, μανούλα, μαμά
η μορφή που κρατώ στο σκοτάδι
κι είσαι εσύ το άστρο που μ'οδηγεί
είσαι εσύ φίλη μου παντοτινή
κι άσβεστη αγάπης πηγή


Για τη μητέρα μου, που της χρωστάω τα πάντα, όσα είμαι κι όσα έχω.

η αΘηνά σου.
Μητέρα, Gustav Klimt




© Copyright Αθηνά Ιερομνήμων αΘηνά.

Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Μα πάντα σ' έχω

Η ακροελπίδα της αυγής
της πιο μεγάλης μουσικής
τραγούδι
που τις ψυχές ενώνει
κι άλλες τις χαλά

Του ακρονείρου το φιλί
του πιο τυχαίου αστεριού
τραγούδι
τα χέρια του απλώνει
σ'αγγίζει και γελά

Μυστικά φωνάζει
ανταριάζει, δεν μιλά
στ' άγγιγμα σου αλλάζει
η τόση ερημιά
με σκιάζει.
σ' έχω εδώ κι εκεί,
μα πάντα σ' έχω.

αΘηνά.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Ο χορός των Ρομά

Κίνηση αργή.

Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα έξω απ' το θολό παράθυρο,
Το λεωφορείο ήταν σταματημένο σ' ένα τεμπέλικο κόκκινο φανάρι.
Όλα γύρω έτρεχαν και τα φώτα απ' τα αυτοκίνητα λαμπύριζαν υστερικά.
Τα έβλεπα όλα σε αργή κίνηση.
Πάντα το μυαλό μου λειτουργούσε πιο αργά.
Πάντα έμενε πιο πολύ στα πράγματα.
Τα μικρά.
Τα ανείπωτα.

H μαύρη σακούλα.

Κι όταν ξεκίνησε πάλι ήταν σαν να έμεινα πίσω.
Στην Πατησίων.
Στη μέση του δρόμου.
Μα δεν έμεινα.
Στην πλατεία Κολλιάτσου μια σακούλα μαύρη κι ένα γαλάζιο κομμάτι χαρτί.
Χορεύουν παράλληλα.
Στον ίδιο ρυθμό.
Μα δεν συναντιούνται ποτέ.
Το γαλάζιο χαρτί στη μέση του δρόμου, εκτεθειμένο,
να παρασύρετε απ' το τρέκλισμα των αυτοκινήτων
και να παλεύει να ξεφύγει απ' τις τυφλές τους ρόδες.
Η μαύρη σακούλα απ' το πεζοδρόμιο.
Συνετή κι ασφαλής.
Δεν δίνει δεκάρα για ένα κομμάτι παλιόχαρτο.
Χορεύει μόνη στο δικό της ρυθμό.
Απ' το πεζοδρόμιο.

Εκείνος.-

Στεκόταν εκεί.
Κοιτούσε τον δρόμο αδιάφορα.
Περίμενε να περάσει απέναντι.
Αδύναμα δυνατός και χλωμός.
Αδιάφορος και διαφορετικός.
Σαν να 'ταν δικός μου μα ξένος.
Το άβουλο λεωφορείο τον προσπέρασε,
έτσι απλά.
Αναίμακτα.
Μόνο μέσα μου θα τρέχει αίμα.
Πάλι. Για μέρες.

Εξέγερση Όχι Εξαθλίωση.

Ο Κωστής, καθισμένος.
Με σκυμμένο το κεφάλι.
Φανερά θλιμμένος,
με τα μάγουλα του ρουφισμένα
στο αποστεωμένο του λευκό πρόσωπο
φωνάζει με μαύρα λόγια :
"ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΟΧΙ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ"
και για δυό στιγμές μπερδεύομαι.
Πιο κάτω οι γαλλιδούλες του γαλλόφωνου κινηματογράφου
και μια απαγορευτική κορδέλλα που αιωρείται στο κενό
ανάμεσα στην τέχνη και τη μέθη.

Ο χορός της Ρομ.

Κι ύστερα βυθίζομαι στο χορό της Ρομ.
της μεγάλης μητέρας τσιγγάνας
και στην δική της αγλαή κορυφή.
Το μυαλό μου χορεύει τους πρωτόγονους ρυθμούς
που στην ψυχή μου προστάζει τ' όνομά μου
γεμίζει κρουστά το μικρό μου κεφάλι
Χορεύω σαν γαλάζιο χαρτί
μέχρι να ενωθούν τα σπλάχνα με το φως μου
μέχρι να γυρίσει το κεφάλι ο διπλανός μου
χορεύω σαν καινούργια ζάλη,
σαν πλάνη ξεχασμένησε κίνηση αργή
κι όλα αυτά στο μικρό-αργό μου κεφάλι.


αΘηνά.

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Απουσία - Πάμπλο Νερούδα

Μόλις σε άφησα,
έρχεσαι μαζί μου, κρυστάλλινη
ή τρεμάμενη,
ή ανήσυχη, πληγωμένη από μένα
ή ξέχειλη από έρωτα,
καθώς τα μάτια σου
σφαλίζονται πάνω στο δώρο της ζωής
που αδιάκοπα σου αφήνω.

Αγάπη μου,
συναντηθήκαμε
διψασμένοι και
ήπιαμε όλο το νερό και το αίμα,
βρεθήκαμε
πεινασμένοι
και δαγκωθήκαμε
όπως δαγκώνει η φωτιά,
αφήνοντας πάνω μας πληγές.

Αλλά περίμενέ με,
φύλαξέ μου τη γλύκα σου.
Εγώ θα σου δώσω
κι ένα τριαντάφυλλο.


Ο νους

Την είδα την άχλη την ονειρική
απλώνονταν σαν πέπλο αραχνούφαντο
πάνω απ' το κορμί της θάλασσας
σαν να 'ταν νύμφη
κ αυτ'η στεκόταν ακίνητη σαν παγωμένη
κάτω απ' το βαρύ της πέπλο
και στο βάθος δεν έβλεπες,
δεν εβλεπες κ δεν ήξερες
-γιατί ο άνθρωπος μόνο ότι βλέπει γνωρίζει-
μπορείς όμως να φανταστείς...

Μπορείς να πλάσεις καράβια κ πειρατές στο βάθος,
τέρατα θαλάσσια, γοργόνες κ χρυσάφια-
χαμένους θησαυρούς και μαργαριτάρια
της κόρης με το πέπλο, τον λαιμό να στολίσουν
την αγάπη της, την εφήμερη να κλέψουν
-δεν φτάνουν όμως οι πέρλες, την αγάπη να κρατήσουν-
τ' όνειρο της κόρης με το πέπλο ριγμένο στο κορμί
θα χαθεί σαν ο κρότος, το χαστούκι, σαν απόηχος κύματος
ανταριασμένου στον βράχο θα χτυπήσει
κ τότε θα κοπεί το σκοινί που τις πολύτιμες χάντρες συγκρατεί
και θα χυθεί η οργή, στο δωμάτιο θα ξεμπλάσει
με το τακ-τακ στο ξυλένιο πάτωμα,
σαν του ρολογιού το συνεχόμενο μαρτύριο
θα τρελαθεί κ ύστερα καθώς το τικ-τακ του θ' αποκάμει
θα σταματήσει ο χρόνος.
-Αυτή ειν' η τιμωρία-

Κι είναι βαρειά η τιμωρία.
Γιατί όταν ο χρόνος σταματά κ στο κενό βυθίζεσαι
είναι σαν να πνίγεσαι, λένε,
σαν να πνίγεσαι στην άχλη αυτή την ονειρική
σαν ιστός από αράχνες τυλίγεται γύρω σου
και όταν η τελευταία σου στιγμή πλησιάζει κ βλέπεις
το τέλος πια να σου κουνά το μαντήλι
όταν αφήνεσαι πιά κ πάυεις τις αράχνες να παλεύεις
το επώδυνο σου τέλος σταματά.-
Βλέπεις όλη τη φρικιαστικά βαρετή ζωή σου, να περνά,
απ' τα μάτια σου μπροστά λένε, κ ύστερα νερό,
μόνο νερό κ έπειτα κενό.
............................................................

Και σαν τα μάτια σου ανοίγεις κ τον εαυτό σου νεκρό
θεωρείς βλέπεις το ρολόι
να χτυπά κ να σου παίρνει τ' αυτιά.
Τ' ακούς διπλό κ τριπλό σαν έχουν γεμίσει τ΄αυτιά σου
νερό κ αράχνες, διαπεραστικός ο ήχος σε ξαγρυπνά
δεν σ' αφήνει αποκαμωμένη να κλείσεις τα μάτια να παραδοθείς.
Αφού πέθανες..Έτσι δεν έιναι ; Το έιχες δεί. Ήταν το τέλος.
Ή μήπως όχι ;

Κι αναρωτιέσαι έπειτα στην κόλαση μήπως βρίσκεσαι,
ψάχνεις τον δρόμο των καλών προθέσεων
-ένα σημάδι να ξεχωρίσεις πως τιμωρείσαι-
μα τίποτα, μόνο το ρολόι στην άδεια σου διάσταση
γεμίζει με χρόνο άχρηστο το δωμάτιο.
Τρελένεσαι καθώς βλέπεις τα δευτερόλεπτα.
Τα λεπτά.
Τις ώρες.
Να ξεπηδούν κ τ' οξυγόνο σου να σφετερίζονται στ' άδειο δωμάτιο,
Νομίζεις τώρα πως θα σκάσεις, σαν εγωιστικά φυτά οι ώρες, τα λεπτά
σου κλέβουν τ' οξυγόνο κ πάλι νιώθεις να σβήνεις
πέφτεις σ' ένα ατέρμονο λήθαργο βυθίζεσαι ξανά,
κ αράχνες τυλίγουν πάλι το μυαλό σου
-κ ποιά τραγική ειρωνεία- ;
Σου φαίνονται οικείες τώρα,
προκλητικά γνωστές-δικές
μέχρι που τ' άγγιγμα τους σου μοιάζει σχεδόν μητρικό
κ τότε καταλαβαίνεις πως είσαι απελπισμένη

Κι αρχίζεις να ουρλιάζεις να σκίζεις τους λευκούς ιστούς,
αποφασισμένη να μην σε νικήσουν ένα μάτσο αράχνες,
μα η κραυγή σου σαν βγαινει απ' το στόμα σου αιωρείται
πάνω απ' το κεφάλι σου σαν σβησμένο φως λαμπτήρα
και τα χέρια σου δεν σκίζουν στ' αλήθεια τους ιστούς
μα μπλέκονται σ' αυτους κ δεν μπορείς να τα διακρίνεις πιά
Κουράζεσαι στο τέλος και τα παρατάς.

Ενώ το αυτοκίνητο προχώρησε
άφησες τις σκέψεις σου να πλανηθούν στη μικρή του καμπίνα
κι έκανες χώρο γι άλλες, καινούργιες,
πλανήθηκε το βλέμμα σου μια στιγμή στον ορίζοντα
πρόσεξες πως η άχλη είχε χαθεί
η ήρεμη σχεδόν παγωμένη επιφάνεια της θάλασσας
είχε τώρα μετατραπεί σε ανταριασμένα κύματα χαστούκια
που λυσσούσαν ν' ανέβουν στον δρόμο κ να σε πάρουν
στον βυθό για πάντα
μα το βλέμμα σου δεν είχε τρόμο,
έχει μαγευτεί, είχε κολλήσει στ' αφρισμένα κύματα
σαν να 'ταν αυτά σειρήνες κ σκοπό αγαπημένο της μάνας
απ' την κούνια σου τραγουδούσαν,
ο νοτιάς αμείλικτος τα μάτια σου χάιδευε νωχελικά, υπνωτισμένα...

Γυρνάς το βλέμμα και κοιτάς,
χάδια ζητάς, πάντα τα παίρνεις. (γιατί τα ζητάς ;)
Οι βόλτες αυτές της θάλασσας οι μακρινές, είναι για σένα
που ο νους σου αγαπά σκέψεις να πλάθει.

αΘηνά.

Η θάλασσα, τον χειμώνα στο χωριό μου, την Καρδάμαινα.

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Στο σκοτάδι.

Σταδιακά το μυαλό μου μετακινείται
στο σκοτάδι.
Ένα εκατοστό τη φορά.
Κι όταν πιέζεις το δέρμα μου,
ο παλμός μου ενώνεται με το δικό σου
σε μια καρδιά, ενιαία.

Μονολογώ.
Το σκοτάδι είναι λιγάκι...
παρεξηγημένο.
Κι όμως οι εχθροί του,
δεν έχουν άδικο.
Μα δεν έχουν και δίκιο.
Το σκοτάδι είναι ουδέτερο.

Κάποια στιγμή η ματιά σου συνηθίζει
να βλέπει στο σκοτάδι.
Ακούγιεται απαισιόδοξο.
Δεν είναι.
Θα ήταν...
Αν δεν συνήθιζες.
Αν έβλεπες το ίδιο σκοτάδι
και μετά από μια ώρα.
Και μετά από τρείς.
Τίποτα πέρα απ' αυτό.
Το ίδιο ζοφερό σκοτάδι.

Αλλά το σκοτάδι από μόνο του,
Είναι ουδέτερο.
Απλά αλλάζει μορφές,
σύμφωνα με τους φόβους.
Γιατί οι φόβοι ξυπνούν στο σκοτάδι.
Κι αυτό γίνεται ό,τι φοβάσαι.

Αν πάψεις να φοβάσαι.
Θα πάψει να σε φοβίζει.
Το σκοτάδι θα μείνει απλά αυτό.
Σκοτάδι.
Που σημαίνει παντελή έλλειψη φωτός.
Και τίποτε άλλο.

Τελευταία εξασκούμαι κι εγώ.
Όταν γιγάντιες αράχνες γίνεται
το σκοτάδι γύρω μου.
Και μου κόβει την ανάσα.
Ή όταν γίνεται αποτυχία.
Ή απώλεια.
Μα πιο πολύ όταν γίνεται μοναξιά.

Μα στο σκοτάδι,
ένα πρέπει να θυμάσαι.
Επειδή δεν βλέπεις τίποτα,
δεν σημαίνει πως τίποτα δεν είναι εκεί.
-Όχι μην τρομάζεις.-
Και στο σκοτάδι υπάρχει ελπίδα.
Πάντα υπάρχει ελπίδα για φώς.

αΘηνά.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ'αγάπησες

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
σε περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε
γι’ αυτό έμειν’ ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μαρία Πολυδούρη


Ιδρώτας, δάκρυ, θάλασσα

Και ξαφνικά ένας κόσμος ανοίγεται μπροστά μου.
Ενας κόσμος από υλικά ανείπωτα.
Και ξαφνικά, δεν ξέρω αν θέλω να παράσω το κατώφλι του.
Αν θέλω να γευτώ τους καρπούς που μου τάζει.
Αν θέλω να μείνω στη γνώριμη μιζέρια μου.
Κι ύστερα πάλι εσύ.
Μ' αεροπλάνα και βαπόρια στα όνειρά μου.
Κι ύστερα εσύ στα τηλέφωνα.
Και στον κόσμο που ανοίγεται μπροστά μου,
τόσο ξένος και τόσο οικείος μαζί.
Κι ύστερα κάπου διάβασα πως ότι γιατρεύει είναι νερό κι αλάτι.
Ιδρώτας, δάκρυ και θάλασσα.
Φοβάμαι.
Πως σε μένα γιατρεύουν.
Μα όχι παντοτινά.

____________________________________________________

[...]Φοβάμαι
πως δε θ' αντέξω την ομορφιά
Κοιμάμαι
μα έχω τα μάτια μου ανοιχτά
Θυμάμαι
τι μου 'χες πει μια νυχτιά
Πριν ονειρευτώ, να σιγουρευτώ πως θα 'χω τα βλέφαρα μου κλειστά


Δεν είναι ο κόσμος σου αυτός
είναι διαφορετικός
σου 'χα πει μια νυχτιά, θυμάμαι

Πως ότι φαίνεται είναι αλλιώς

κι ότι φτιάχνεις, ουρανός
με βροχή, με φωτιά
φοβάμαι


Βρήκα μια θάλασσα κρυφή
ήπια μια θάλασσα στυφή
μου 'κανε δώρο ένα ξερόβραχο ζωή
και εγώ σ' αυτή μια τελευταία αναπνοή[...] | 
Ρόδες.








Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Παρ.ερμηνεία

Κλείνεις τ' αυτιά σου  ;
Τα 'χεις όλα στο μυαλό σου ;
Έτοιμα ;
Καμωμένα ; Τελειωμένα ;

Κλείνεις τα μάτια σου ;
Τί φοβάσαι ;
Μην φύγω ;
Γιατί δεν κάνεις κάτι ;

Τί αρνείσαι ;
Εσένα ;
Εμένα ;
Πολύ ωραία.

Τί θες από μένα ;
Τις καλές μου στιγμές ;
Δεν θες εμένα ;
Τι ζητάς ;

Δεν είμαι ΜΟΝΟ έτσι.
Δεν είμαι φωτογραφία.
Ούτε στιγμυότυπο
...από ταινία.
Είμαι άνθρωπος.
Βλέπεις ;
Αισθάνομαι.
Πονάω.
Βιώνω.
Την κάθε στιγμή.
Λέξη.
Φράση.

Δεν είμαι κλόουν.
Η μύτη μου είναι κόκκινη απ' το κλάμα.
Γελάς ;
Τώρα ;


Όταν δεν μιλάω είναι όλα εντάξει.
Μα δεν είμαι κινούμενο σχέδιο.
Κοίτα με!
Εγώ είμαι.
Θυμάσαι ;

Είχες πεί θα με κάνεις ευτυχισμένη.
Βραχυπρόθεσμη μνήμη ;
Αμνησία ;
Τί ;

Δεν θα φύγω.
Εδώ θα 'μαι.
Μην με παρερμηνεύεις.

Όχι πάλι.

αΘηνά.

Ίσως είμαι ένας κλόουν σε βαριά μελαγχολία...

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Στιγμιαία για πάντα

Το νερό κυλάει στο πρόσωπο
τους ώμους μου
καυτό να ξεπλύνει
τις μνήμες
τις ριπές

Κοιτάζω απ' το παράθυρο
θολό το σούρουπο
τα σύννεφα μαβιά
τα δέντρα μακριά
ακίνητα

Ο νούς μου είναι αλλού
στις αστραπές σαν
φώτιζαν τη νύχτα
στιγμιαία για πάντα

Στα λόγια που έπεφταν
στα τζάμια
βροχερά
στις υποσχέσεις
στη λάσπη

Στην προκιμαία, σκουριά
κι άλλη μια φορά
καθισμένοι
σκηνικά παρόμοια
απάντηση καμιά

Η βροντή δυναμώνει
σιωπηλή συγγνώμη
στα ίδια ακόμη
φύγε απ' δώ
Σ'αγαπώ

Το νερό κυλάει ακόμη
κρυώνει
βράδιασε πια
ακίνητοι οι δρόμοι
συγγνώμη ξανά.

αΘηνά.

Ευχαριστήριο.




Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Κοντομάνικο.Ποδήλατο

Αφού μπορεί η κάθε μας μέρα να 'ναι έτσι.
Χαμογελαστή κι ηλιόλουστη,
Λαμπερή και ζεστή.
Σαν αγκαλιά.
Κι αφού τα κοντομάνικα ποδήλατα,
είναι πια παντού και σφύζει η πόλη
Κι αφού τα παιδιά γελούν ακόμη
Κι ερωτεύονται αθώα.
Κι υπάρχουν φίλοι.
Να έβρισκα τους φίλους που είχα κάποτε,
και τίποτα να μην είναι ανάμεσα μας πια.
Κανένας τοίχος.
Μόνο λουλούδια και μια κόκκινη κλωστή,
δεμένη στον καρπό.
Κι η Ελένη να 'χει καιρό που έφυγε
και να κάνει ΟΝΕΙΡΑ.
Γιατί μόνο με κεφαλαία πρέπει να γράφονται
τα ΟΝΕΙΡΑ.
Κι αφού το κρασί βάφει ακόμη τα χείλη μου
και τα μεθά.
Κι αφού ο ήλιος ζεσταίνει το δέρμα μου,
κι η Αθήνα μοιάζει ομορφότερη,
Δεν μπορεί να μην υπάρχει ελπίδα.
Αρκεί να βρίσκεις χαρά σε πράγματα μικρά.
Ας ξανάβλεπα τους φίλους που έχασα,
κι ας γινόμασταν πάλι παιδιά.
Δεν με νοιάζει να μεγαλώνω.
Με νοιάζει να μην μικραίνει η ψυχή μου.
Κι εκείνο το παιδί με το ακορντεόν,
να κάνει κι αυτό ΟΝΕΙΡΑ.
Ανοιξιάτικα και φωτεινά.
Σήμερα είμαι γεμάτη. ΑΓΑΠΗ.
Απέραντη, υπέροχη αγάπη.
Κι αγαπώ και σενα και σένα και σένα.
Όποιος κι αν είσαι.
Και δεν με νοιάζει πια τί λένε,
αυτοί που απορούν με το γέλιο.
Και φοβούνται ν' αγαπήσουν.
Μονάχα τα παιδιά.
Με τα μάτια γυμνά,
σαν λίμνες κι απέραντα σαν ευχές.
Έλα. Χόρεψε.
Γέλα.

αΘηνά.



Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Τα πάθη της βροχής

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.


Κική Δημουλά


Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

O θρήνος της Ιφιγένειας

Απ' της Σκυθίας τα μέρη,
τα μακρινά, το παιδί σου,
με δακρυσμένα μάτια
κι ονείρατα παλιά,
φριχτούς απόηχους
και τελειωμένες μνήμες,
Αγαμέμνων, σε ρωτά

"Πατερας ήσουν εσύ ;
Τον πόλεμο, τη δόξα
αναζητούσες,
Για την εκδίκηση
πάντα διψούσες,
Στην Τροία συνάφι
θανατικό να στείλεις
λαίμαργ' αποζητούσες.

Και το παιδί σου ;
Με τ'όμορφα ξανθά μαλλιά
τα μάτια τα νωχελικά,
στης Αυλίδας τα παλάτια,
Μ' άσπρα ρούχα νυφικά
ντυμένο στου γάμου τη χαρά
και στην στερνή του πλάνη

Μόνη η κόρη στον έρωτα,
μόνη και στο θάνατο
μόνη και στη δόξα,
αφού ο ίδιος της ο πατέρας
διάλεξε μόνη να πορευτεί,
και έρμαιο των βουλών του
να γίνει, ελάφι σφαγμένο θεικό

Σ' όλους τους Αγαμέμνονες
μιά τύχη όμως υπάρχει
γιατί οι από μηχανής Θεοί,
προ πολλού πεθάναν
κι οι Κληταιμνήστρες
πάντα θα βρίσκουν καινούργιο εραστή."


αΘηνά.