Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Ἀμοργός

Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ
καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.
HPAKΛEITOΣ

Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα
Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια
Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα
Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη
Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια
Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα
Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι
Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες
Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων
Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.

Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι
Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια
Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι
Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου
Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου
Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.
Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους
Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου
Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα
Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι
Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων
Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται
Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους
Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς
Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας
Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες
Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα
Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς
Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι
Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες
Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου
Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε
Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν
Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα
Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια
Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα
Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν
Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη
Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες
Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι
Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ
Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν
Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.

Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο
Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ
Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει
Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη
Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι
Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της
Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη
Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!

Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα
Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα
Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάῤῥων
Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.

Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας
Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει
Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια
Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.
Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει
Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται
Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα
Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει.
Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια
Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.
Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας. Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι. Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα. Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.

O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του
Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του
Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων
Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.

Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα
Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει
Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι
Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια
Τόσους αἰῶνες φευγάτο
Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης
Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι.
Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε
Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νά ῾ναι ἀντίλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγέρα;
Μήνα ὁ Καλύβας πολεμάει μήνα ὁ Λεβεντογιάννης;
Μήπως ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες;
Οὐδ᾿ ὁ Καλύβας πολεμάει κι οὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης
Οὔτε κι ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες.
Πύργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεύουνε μία πεθαμένη ἀνεμώνη
Τσοπαναρέοι ἀτάραχοι μ᾿ ἕνα καλάμι φλαμουριᾶς λένε τὸ πρωινό τους τραγούδι
Ἕνας ἀνόητος κυνηγὸς ρίχνει μία ντουφεκιὰ στὰ τρυγόνια
Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους
Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του
Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα
Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.

Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα
Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς
Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

Νίκος Γκάτσος


Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Το πουλί και το αστέρι

Και το αστέρι δακρυσμένο είπε στο πουλί :
-Σ'αγαπώ, δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου.
-Ξέρεις πιό είναι το πιό σημαντικό σ' όλη αυτή την ιστορία μεταξύ μας; απάντησε σκεφτικά το πουλί,
το ότι καταφέραμε να μάθουμε ο ένας τον άλλον όπως ακριβώς είναι. Χωρίς περιττά περιτυλίγματα και ψέμματα. Γι αυτό όταν σε κοιτάζω στα μάτια ξέρω τί νιώθεις και τί σκέφτεσαι. Γι' αυτό όταν ακούω τη φωνή σου καταλαβαίνω κάθε της αλήθεια. Γι' αυτό δεν μπορείς να με ξεγελάσεις. Είναι περίεργο το ξέρω, και μου συμβαίνει πρώτη φορά... μα, είναι μαγικό.
-(Σιωπή.)
-Και ξέρεις γιατί δεν πρέπει να στεναχωριέσαι ; 
-(Σιωπή.)
-Γιατί αυτό από μόνο του, είναι τόσο σημαντικό που ξεπερνάει όλα τα άλλα.
-(Σιωπή.)
-Εσύ αστεράκι μου, έχεις κάτι μοναδικό, όπως κι εγώ. Έχεις τις στιγμές που ζήσαμε μαζί. Κανείς άλλος δεν τις έχει. Και τα βλέμματα. Τα βλέμματα που ανταλλάξαμε. 
Να χαμογελάς. Όταν χαμογελάς λάμπεις ακόμη πιο πολύ. 
-Σ'αγαπώ. 
-Κι εγώ σ'αγαπώ. Ξέρεις με τον δικό μου τρόπο. 
-Να προσέχεις.
Το πουλί χαμογέλασε και είπε :
-Όταν θα χαμογελάς θα είμαι ευτυχισμένο. Σαν κλαίς θα χάνομαι.
-Θα σε ξαναδώ ποτέ; ρώτησε θλιμμένα το αστεράκι.
-Φυσικά και θα με ξαναδείς. Όταν το θελήσεις και το μπορείς. Όταν θα κατέβεις κι όταν θα γυρίσω πίσω.
Και το πουλί πέταξε μακριά.

Από τότε τ' αστέρι προσπαθεί μόνο να χαμογελάει. Κι όταν ξεχνιέται και σταματά, κάπου, μακριά, ένα πουλάκι κρυώνει.

αΘηνά


Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Μετεωρίζομαι


Εικόνα: A Lady Reclining In The Shade by Miguel Muntanet

                 
"Κι εγώ μετεωρίζομαι σα φλέβα
καλοκαιριού, σα να 'χω σβήσει όλα
τα φώτα μου και περιμένω ακόμα"

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου

Θάλασσα Αγαπημένη

Ήσουν εκεί, οι γυμνές πατούσες σου
Βούλιαζαν στην μουσκεμένη άμμο
Τ’ ακροδάχτυλα σου πείραζαν τον αφρό
Κι αυτός μπλεκόταν με το μπλε της θάλασσας
Κι έτρεχε να ξεφύγει από το κύμα
Που έκανε μαζί του παιχνίδι.

Πόσο αγαπούσες τη θάλασσα,
Πόσα ανέφελα βράδια καθόσουν στην νοτισμένη άμμο
Μόνο για να την ακούς, να σκάει απαλά στα βράχια
Σαν να κολλάς το κοχύλι, κύημα της, στ’ αυτί σου
Αυτό είχε ακούσει τόσες φορές τον ήχο της, έλεγες,
Που τελικά τον είχε αποστηθίσει.
Και σαν το έπαιρνες απ’ την οικεία αγκαλιά της
Την αγκαλιά της μάνας θάλασσας,
Τον επαναλάμβανε για να μην ξεχάσει-
Για να τον θυμάται, σαν τον σταυρό της μητέρας,
που το παιδί κρατά μετά τον θάνατο της,
ιερό φυλακτό κι ευχή παντοτινή να το συντροφεύει.
Κι έτσι τις κρύες νύχτες που το μέτωπο σου,
πύρωνε σαν το μέταλλο στη φωτιά, το έβαζες στ’ αυτί
Παραίσθηση έλεγες, πώς άκουγες σειρήνες
Κι αποκοιμιόσουν στην αγκαλιά της θάλασσας αγαπημένης

Μόνο για ν’ ακούς το κύμα της να σκάει στα βράχια,
Πόσες φορές το σούρουπο την κοίταζες να μπλαβίζει
Να σκουραίνει όλο και πιο πολύ
Τότε έλεγες έβγαιναν οι σειρήνες, οι γοργόνες
Και σκούραιν’ ο βυθός, του ανθρώπου το μάτι να μην βλέπει
Τα στοιχειά, μυστήρια,
Γιατί ο άνθρωπος ρωτά…
Καλύτερα είναι να μην ξέρει.

Κι εσύ πόσες φορές κάτω απ’ την πέργολα της αυλής
Δεν έμεινες ν’ ακούς τον ήχο της βροχής
Καθώς ενωνόταν τελετουργικά με το νερό
Έλεγες «Η ειμαρμένη ήταν εδώ να καταλήξει.
Όπως ο άνθρωπος περνά στο χώμα ξανά όταν έρθει η ώρα».
Κι αυτή η αλμύρα της ήταν πάντα στο κορμί σου,
σαν να ‘χε ποτιστεί μ’ αλμύρα το κορμί σου,
απομεινάρι από κάποια αλλόκοτη επαφή,
σαν εραστές εσείς αλλόκοτοι, μαγεμένοι,
ή σαν να ‘σουν βότσαλο κ ’συ,
γέννημα της, ψάρι έξω απ’ τα νερά του.

Η κούνια από καραβόπανο στην αυλή,
αγαπημένη θέση, κοιτούσε το πέλαγο κι αγνάντευε καΐκια στ’ ανοιχτά,
κι εσύ αρεσκόσουν να μαντεύεις την ψαριά τους,
τους γλάρους να κοιτάς, το κύμα ν’ αγαπάς, την μυρωδιά
της θάλασσας αγαπημένης να ρουφάς και να εθίζεσαι, όλο και πιο πολύ.
Κι όταν αυτή αντάριαζε ήσουν ανήσυχη,
βημάτιζες νευρικά πάνω κάτω στο μικρό κουζινάκι,
κοιτώντας πάντα το παράθυρο και ψιθυρίζοντας λόγια ακατανόητα
-σαν να ‘κανες παράκληση να ημερώσει.
Τα μάτια σου έπαιρναν χρώμα κυανό βαθύ, εκείνες τις μέρες, θυμάμαι.
Σαν να ‘ταν τώρα δα, με 'κείνη τη φούστα την λευκή,
και 'κείνη τη ζακέτα την γκρίζα που σου έπεφτε φαρδιά
να ‘χει απ’ τους ώμους σου κυλήσει, σε θυμάμαι,
Να τρέχεις, να γελάς, να πλατσουρίζεις.
Να παίζεις σαν μικρό παιδί, ν’ απολαμβάνεις την υγρή επαφή
Τ’ αλάτι στάλες στα μάγουλα σου να στεγνώνει,
θαλασσινό αγέρι τα καστανά μαλλιά σου να φυσά,
Όμορφη σαν Νύμφη, Νεράιδα της θάλασσας εσύ.

Άλλοτε πάλι ξυπόλητη στην αμμουδιά
μάζευες πέτρες, ξύλα και κάθε λογής κοχύλια,
Και στόλιζες μ’ αυτά κάθε του σπιτιού μας γωνιά.
Τα μπλε σου μάτια, καθρέφτες του ονείρου,
τα κρύα βράδια έχυναν δάκρυα καυτά μα σιωπηλά.
Δάκρυα που πλημμύριζαν αυτό τ’ απέραντο γαλάζιο των ματιών σου,
Και με μια παλίρροια ξεχύνονταν απ’ τα αυλάκια τους,
ανίκανη εσύ να τα κρατήσεις, κυλούσαν, κύματα διαυγή,
στην σταράτη αμμουδιά των ζυγωματικών σου.
Κι όταν γλυκοχάραζε, θαρρώ,
ξυπνούσες απ’ το πρώτο της αυγής το καλημέρα,
Κι έβγαινες στο δροσερό πρωινό με το νυχτικό,
μόνο για να την αντικρίσεις
να στραφταλίζει, διαμαντένιο κόσμημα,
σαν να ‘ταν πασπαλισμένη από ασημόσκονη που ‘χε πέσει απ’ του ήλιου,
σα χασμουριόταν, τις αχτίδες ή απ’ του φεγγαριού την έξοδο
την ιπποτική χτες βράδυ.

Τις ολόφωτες μέρες καθόσουν στην πάνινη κούνια της αυλής
διάβαζες Μπροντέ, Όστιν, Χεμινγουέι όλα πολυκαιρισμένα,
λιωμένα απ’ την επανάληψη.
Κι όταν το βλέμμα έστρεφες σ’ αυτή, ωχρό, κουρασμένο απ’ την ανάγνωση,
Σ’ είχα πολλές φορές παρατηρήσει θυμάμαι,
στα μάτια σου να σχηματίζονται θάλασσες,
Σαν ν’ αντανακλούσε ο ήλιος στη θωριά σου
τ' αγαπημένο σου θέμα, την θάλασσα αγαπημένη.
Τις φεγγαρόλουστες νύχτες όταν το φεγγάρι
απολάμβανε την ομορφιά του, νάρκισσος ολόγιομος,
στην ατάραχη επιφάνεια της θάλασσας σου
Εσύ χάζευες νωχελικά το τοπίο,
φανταζόσουν κι έπλεκες ένα ερωτικό ειδύλλιο ανάμεσα τους
μα πάντοτε η θάλασσα απέρριπτε το φλογερό φεγγάρι,
δίνοντας του ελπίδες μέχρι να ξαναγεμίσει.
Κι αυτό πληγωμένο απ’ την απόρριψη της,
Μίκραινε, μέχρι που χανόταν τις ασέληνες νύχτες,
λες και πνιγόταν για χάρη της στα σκοτεινά νερά της.

Και 'συ στο βραδινό κολύμπι σου, μονάχη,
Γυμνή, σαν να γεννιόσουν μόλις
Πήγαινες να παρηγορήσεις το πληγωμένο
φεγγάρι καθώς καθρεφτιζόταν κι έτρεμε απ’ τους λυγμούς του,
στα σκοτεινά αμείλικτα νερά της.
Και σαν στο φως του λουζόσουν ήρεμη, σαν να σουν στο στοιχείο σου,
έμοιαζες ν’ ανήκεις σ’ αυτήν στ’ αλήθεια, στη θάλασσα αγαπημένη,
Σε φανταζόμουν καθώς βουτούσες, θέση στα δυό σου πόδια
να ‘βγαζες ουρά, πράσινη κι ιριδίζουσα.
Γοργόνα παραδομένη στον χορό της μόνης σου αγάπης
βγαλμένη απ’ της Χαλιμάς τα παραμύθια,
χίλιες και μία νύχτες να λικνίζεσαι μες’ τα νερά της,
προσμένοντας για τη δική σου βουβή λύτρωση
ένα να γίνεις μ’ αυτήν, τη θάλασσα αγαπημένη.


αΘηνά. 




Παράνοια

Κι όταν ο πόθος γίνεται κομμάτι πανί
κατάλευκο σκισμένο, παγωμένο,
όταν η πλήξη της ανέραστης ζωής,
δέσμιο της, φυλακισμένο σε κρατεί.
Σε καλντερίμια μαγικά, μονάχος ο νους σου πάει
και σαν γυρνάει η θύμιση των σκέψεων σου
-ανεκπλήρωτων- ως τα έγκατα της ψυχής σε πονάει.

Όταν στο βωμό των πρέπει, τα θέλω σου,
"πρέπει"να θυσιάσεις, τους πόθους ν' αρνηθείς
τις νύχτες να εξαγοράσεις, μην και στην ατέλειωτη
"νύχτα" της καταθλιψης, ολάκερος παραδοθείς.
Κι όταν τίποτε άλλο νόημα δεν έχει,
κι οι μέρες σου παιρνούν ανούσια, διαπεραστικά,
σε τέλμα αδιέξοδο έχεις πέσει.

Η' να ξεφύγεις απ' την αγάπη την παράνοια πρέπει,
ή μ' όλο σου το είναι να παραδοθείς
βράγχια σαν ψάρι γι' ανάσα να δεχτείς
κι απ΄αυτήν μονάχα να αναπνέεις
ή με το μεγάλο μυστικό σου να δεχτείς
ν' αυτοκαταστραφείς και την παράνοια της αγάπης
στο εξής να ζητιανεύεις.

Γιατί μόλο που να ξεφύγεις προσπαθείς
Θεοί και δαίμονες σε φέρνουνε σε κείνη
την ιδιότροπη παράνοια που θα σ' εκδικηθεί
γιατί την αμφισβήτησες και την άφησες
φλόγα άσβεστη κρυφή, μόνη να καίει
σε διάφανη γυάλα με νερό άδιάλλακτο
να την πυροδοτεί, εκτεθειμένη.

αΘηνά.


Μαύρος βυθός

Πάλι τα όνειρα μου έγιναν γυαλί
Θωλό.
Και μέσα του πιά δεν μπορώ να δώ.


Είπες πως θα μου χάριζες το λευκό
εκείνο το ολόλαμπρο λευκό
που χρόνια αναζητούσα
χρόνια μου πήρες.
Και τα 'κανες κολώνια.


Πάλι τα όνειρα μου, έγιναν πουλιά
πέταξαν μακριά.
Και μ' αφησαν στο γκρίζο.

Πότισες τα σεντόνια θύμησες,
κατάρα μου 'ριξες,
μέρα με τη μέρα
να βυθίζομαι στο μαύρο.
Στο μαύρο χρώμα της σιωπής.


Στο μαύρο των ματιών σου που στάζει
του σκορπιού θανατερό φαρμάκι
και ψιθυρίζουν να σταθώ λιγάκι


Και σαν Σειρήνες με καλούν
στον άπατο βυθό σου να πνιγώ
τύψεις να μην βαραίνουν πια
τ' αλαβάστρινό κορμί σου.
Ήθελα τις νύχτες να περνώ μαζί σου.


Μόνο ν' ακούω τη φωνή σου
την τόσο πολύτιμη σου.
Χρυσό πουλούσες τη σταγόνα.


Και φεύγω,
σπάσαν τα όνειρα μου τώρα,
δεν αντέχω το μαύρο της σιωπής.
Δεν μου φτάνουν οι σταγόνες της φωνής.

Σε φιλώ και στο μαύρο βυθό σου πνίγομαι.




Αν

Αν έλθεις πίσω
γύρε το βλέμμα σου
ρίξ' το σε μένανε
στις σκιές που κρύβομαι
στ' αντίο

Αν έλθεις πάλι
και κοιμηθείς στο προσκεφάλι
κρύψε το χάδι σαν θησαυρό
μην το απλώσεις στο μαξιλάρι
σαν θα ξυπνήσω το πρωί
να μην το βρώ, απομεινάρι,
-και θυμηθώ.

Αν γίνεις πάλι οίστρος,
της νύχτας μαγικός
μην φύγεις το πρωί
σαν πρώτα
μόνο τον έρωτα ρώτα
αν σ'αγαπώ, μην ξεχαστώ
και σ' αρνηθώ,
μες την απόγνωση ξανά

Αν μείνεις όμως
παλιός λωστρόμος
στο ερείπιο κατάστρωμα
που τριγυρνά
ρώτα τον έρωτα ξανά
και ξανά.

Αν σ' απαντήσει
και δεν δακρύσει
αν δεν γυρίσει
και σιωπηλά σ' αποκριθεί
αν δεν σε θυμηθεί,
φύγε και πάλι
άδειο κουφάρι
την χαραυγή.

αΘηνά.



Μη σε μέλει εσένα

Μη σε μέλει εσένα μάτια μου
πως απ' το φως, περνώ τα βράδια στα σκοτάδια
να σε βλέπω μονάχα να μεθάς σε όνειρα πηγάδια
να γίνονται τα χέρια κύματα
να σβήνονται στην αμμουδιά τα χνάρια της ομίχλης
που γράφει χαρακιές και την ψυχή πληγώνει,
τα νύχια της απλώνει και κόβει κομμάτια απ' τη χαρά

Μη σε μέλει εσένα, πόσο πολύ χαράχτηκ' η δική μου,
πόσο πολύ τα φλογερά σου μάτια καίνε
και στο κορμί μ' αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια,
να μην σκοτίζεσαι μ' αυτά καρδιά μου,
μόνο να 'σαι ΄συ καλά
και να περνάς αέρης που τα λουλούδια ξεσηκώνει,
τ' άστρα μαλάσσει κ τα στρώνει χαλί χρυσαφένιο να πατάς
και ν' ονειρεύεσαι τα ξέφρενα του ήλιου τα τεχνάσματα
στ' αμέτρητα που οι μοίρες θα σου δίνουν πρωινά

Κι όταν οι φλέβες πάλλονται κι ακτινοβολούν
στου κορμιού τη ζάλη, ν' αφήνεις να περνούν
τα χάδια τα δικά μου, σαν πεταλούδες,
νέκταρ θεικό να πιούν ν' αναστηθούν
και σαν τριαντάφυλλα, τα μάτια σου ν' αγγίζουν
τα ροδοπέταλα τους κι ας μαραίνοντ' έπειτα,
κι ας γίνονται ριμάδια να τα σκορπίζει ο βοριάς
στης νύχτας τα παλάτια τα νωχελικά, τα σιωπηλά

Να μην σε μέλει που τα δικά μου μάτια
μόνο εσένα θέλουν να κοιτούν
το πρωί όταν ξυπνούν, το βράδυ πρίν γλιστρήσουν
σε μπερδεμένα όνειρα κουβάρια
και γίνουν την αυγή κομμάτια νικημένα.
Να μην σε μέλει εσέ ψυχή μου
που απ' έξω απ' το τζάμι σου φυσά
πάντα εγώ θα σε προστατεύω
πάντα θ΄ανοίγω αναίμακτα στενά
για να περνάς να μη σ' αγγίζει του κόσμου η δυστυχιά,
αέρας που το τζάμι σου φυσά

Να μην σε μέλει εσένα, που 'χω στα στήθια πυρκαγιά
μερόνυχτα να καίει, να δίνει θάρρος στην καρδιά
για ν' αναπνέει -για σένα μόνο-
εσύ να 'σαι καλά, και να χεις μόνο μια αγκαλιά
σαν θα ξαπλώνω, σε μονοπάτια αλαργινά,
σε μέρη μακρινά μ' αλλόκοτα πουλιά κ άσβεστα φιλιά
να ξαποσταίνω.





















© Copyright Αθηνά Ιερομνήμων αΘηνά.

Πανσέληνος

Κι ήταν το φεγγάρι,
χτες το βράδυ
γυναίκα, προς τη θάλασσα
σκυμμένη,
θλιμμένη και πορτοκαλιά
βαμμένη

Κι ήταν τα μαλλιά της,
μαύρα με τ' ουρανού
τ' άστρα πλεγμένα
και δυό σκιές κάτω
απ' τα μάτια
είχε σαν πανσέληνος

Σαν εστάθηκε για λίγο
κι έκλαψε με μαύρο δάκρυ
στης αρμύρας τον αφρό,
εκίνησε ν' ανεβαίνει
ψηλά στον ουρανό,
κι ανέμιζαν τα εβένινα μαλλιά της
λαμπίριζαν στολίδια τ' άστρα της

Ανέβηκε ψηλά
κι άλλαξε χρώμα
έγινε χλωμή
κι αρρωστημένη τώρα,
μα γρήγορα της στέρεψαν
τα δάκρυα,
και έμεινε την παλίρροια της
να θωρεί
έρημη και μοναχή

Απλώθηκαν τα μαύρα της μαλλιά
κ έγιν' η νύχτα ζοφερή, τραχιά,
οι μαύροι κύκλοι των ματιών της
μου στοιχειώσαν την καρδιά

αΘηνά.

Source



Αγάπη ενοχική

Ποιά μέρα ήταν η τελευταία
κι όλα ωραία θα τα 'χα αφήσει
θα 'χα γυρίσει παλιά σενάρια,
η πλοκή πριν να ραγίσει

Ποιά νύχτα ήταν η πιό ωραία
κι όλα μοιραία αλλάζουν θέση
οι ενοχές μου θεριά ανήμερα
ποιός θα μπορέσει να τις αντέξει

Αδειάζει το αίμα μου
Θολώνει το βλέμμα μου
Κυλάει το δάκρυ μου
Στενεύει η σκέψη μου

Πλανιέται η ανάσα η αγοραία
στα μέρη που είχαμε γυρίσει
και τα φιλιά το πιό ωραία
γίνονται ένα με τη δύση

Οι στάχτες που έσπειρα
στα κρύα χέρια έχουν ξεμείνει,
στις τύψεις-απάτες που έτρεφα
έχουν γκρίζα σχήματ' ανθίσει

Σέρνεις τα πόδια σου
Μασάς τα λόγια σου
Κλείνεις τα μάτια σου
Ζητάς τα χάδια σου

Χάσου απ' τα βλέμμα μου,
Δεν έχω τίποτα κρατήσει
Γίνε το ψέμα μου,
μονάχη στο κενό μ' έχω βυθίσει.

αΘηνά.


Εξιλέωση

Το φονικό της βλέμμα έπεσε στο πάτωμα,
ο εκκωφαντικός, αλλόκοτα εξωπραγματικός ήχος του,
βούιξε στ' αυτιά μου
κίνησε να μαζέψει τα συντρίμμια της
ταπεινωμένη κι ατιμασμένη
η τσαλακωμένη ομορφιά της,
έμεινε σκυμμένη, παγωμένη,
το φονικό της βλέμμα είχε γίνει θρύψαλα,
διαμάντια.

Σήκωσε αργά το κεφάλι της
είχε μια έκφραση διάχυτη θυμό και φόβο
τα χέρια της άγγιξαν τα ιριδίζοντα θραύσματα,
ένας χείμμαρος σκέψεις γαλάζιος, κρυστάλλινος, πηχτός,
και αίμα κόκκινο βαθύ, ξεχύθηκε ορμητικά,
ο γαλάζιος χείμμαρος πλημμύρισε το σκοτεινό δωμάτιο
τρύπωσε σε κάθε αδιάφθορο σημείο
της διεφθαρμένης, βρώμικης ψυχής μου.

Τότε μόνο το κατάλαβα.
Τα κοφτερά θραύσματα των ματιών της
δεν λάβωσαν μόνο τα απαλά, τώρα κόκκινα, χέρια της,
τρύπησαν και την καρδιά μου
κι άφησαν να τρέξουν συναισθήματα
που από καιρό είχα κρύψει βαθιά,
τα είχα φυλάξει σαν τα ερωτικά γράμματα
που το πληγωμένο κορίτσι φυλά βαθιά στο κλειδωμένο συρτάρι
δίχως να μπορεί να ξεχάσει ποτέ την ύπαρξη τους.

Τα τόσο καλά κρυμμένα συναισθήματα μου
έτρεξαν μπλαβιά και πήραν την προδιαγεγραμμένη θέση τους
δίπλα στην αιτία της βίαιης και εξαναγκαστικής,
μα σωτήριας, αποφυλάκισης τους,
δίπλα στο θρυμματισμένο, φονικό βλέμμα της
κι αυτή, η παγωμένη κι ακίνητη ύπαρξη σαν να κατάλαβε,
περπάτησε με το αιθέριο βήμα της κι ήρθε κοντά μου,
τ' άσπρο, αέρινο πέπλο της αθωότητας της, βουρκωμένο,
την ακολούθησε στωικά, πάντα δικό της και 'κείνη,
η νεράιδα με το σπασμένο βλέμμα,
με τα ξυπόλητα ματωμένα πόδια ήρθε και στάθηκε δίπλα μου.

Άπλωσε τα χέρια της καρδιάς της,
αυτά που εγώ, συνειδητά, είχα ματώσει
μάζεψε τα προδωμένα, εκτεθειμένα στο αμείλικτο φώς
των ραγισμένων ματιών της, συναισθήματα μου
και τα 'κανε δικά της
γιατί αρκούσε ένα και μόνο άγγιγμα της
για να φυλακίσει οτιδήποτε δικό μου
στην μαγαρισμένη ζεστασιά της ψυχής της,
αυτήν, που ανελέητα χτύπησα χωρίς να ξέρω.

Και με μιά συγγνώμη αβίαστη, δική μου,
η ζωγραφιά στο πρόσωπο της,
το έργο τέχνης των ματιών της, φωτίστηκε.
Τα σπασμένα κομμάτια απ' το βλέμμα της, καθάρια, λαμπερά,
μαζεύτηκαν, ενώθηκαν ξανά και συνέθεσαν μία γλυκιά οπτασία.

Ένα χαμόγελο απαλό, ήρθε ευπρόσδεκτο
κι ανασήκωσε τις άκρες των ρόδινων χειλιών της
δίνοντας χρώμα ζωντανό στ' ανήλιαγα ζυγωματικά της.
Η νύμφη του ουρανού, βγαλμένη απ' τα αστέρια
με οδηγό το φεγγάρι τούτο το επεισοδιακό βράδυ,
με τα ματωμένα της χέρια τώρα,
περιεργαζόταν το ανέκφραστο πρόσωπο μου
με τόση αδικαιολόγητη αγάπη που, ξέρω, δεν μου άξιζε,
δεν άξιζε σε κανέναν από ένα πλάσμα φτιαγμένο ν' αγαπιέται μόνο,
να λατρεύεται σαν θεικό κομμάτι,
έσκυψε το πορσελάνινο πρόσωπο της αργά μ' αποφασιστικά σε μένα
όταν τα ροδινα χείλη της ακούμπησαν ανεπαίσθητα τα δικά μου
μια ζεστή μυρωδιά, γνώ

ριμη, απαλή, εξωτική,
αγκάλιασε το είναι μου.

Την αυγή την ώρα που το τελευταίο σκοτάδι, (εγώ),
ενώνεται με το πρώτο δειλό φως της μέρας (εκείνη)-
και σημαίνει μία νέα αρχή,
δίνοντας συνέχεια στον αέναο, φαύλο κύκλο της πλάσης,
ενώσαμε κι εμείς τα πάθη μας.
Κι ύστερα έφυγα απ' τον κόσμο τούτο,
πλανήθηκα για μια στιγμή ανάμεσα στο υλικό και το άυλο
κι έπειτα βρέθηκα σε μέρη μακρινά,
φωτεινά όπου έτρεχαν γάργαρα νερά
κι ο χρόνος έχανε κάθε πολύτιμη σημασία του.
Εξιλεώθηκα κι εξαΰλώθηκα.
Η μούσα, η αναγέννηση κι η αμαρτία
χάθηκαν ολότελα απ' το μυαλό μου
σβήστηκαν σαν όνειρο βρώμικης, κι αλλόκοτα καθάριας,
καλοκαιρινής νύχτας-
κλήθηκα να ζήσω νέα ζωή,
σε άλλο σώμα απαλλαγμένος από κάθε πριν.

© Copyright Αθηνά Ιερομνήμων αΘηνά.


Alphonse Mucha, Study for the "Moon":
The Moon and the stars (1902)







Αλλού

Αλλού έπρεπε να 'χα γεννηθεί εγώ
δεν έπρεπε να ζω εδώ, εγώ,
σε μέρη αλλόκοτα και πράσινα
χωρίς της Μήδειας την αγάπη,
την παράνοια.

Δεν έπρεπε να ζω εδώ, εγώ,
αλλού, σε τόπους δίχως χρόνο
ζοφερό, στις φλέβες να κυλάει
δίχως της πίκρας το νερό, τον ήλιο
να νικάει, να λάμπει και στα μάτια να κυλάει

Στης Εδεμ τα υπόγεια να 'χα μια θέση θα 'πρεπε
μα ποιός την άφησε εγώ για να τη βρώ ;
Είν' άπληστοι οι άνθρωποι στον κόσμο αυτό
κι εγ' όσο κι αν παρακαλώ γεννήθηκα εδώ.

Θα πρέπει ν' απαντώ στης Σφίγγας
το βλέμμα το αγέρωχο τ' αινίγματα,
να κλέβω το χαμόγελο απ' τα αγκάθια
να περνώ από θάλασσες πηγάδια,
τους θαμμένους θησαυρούς ν' αναζητώ.

Κι έτσι μονάχα θα επιβιώνω
κάθε μέρα την ελπίδα θ' αμαυρώνω
και το βράδυ την τιμή της θ' αποκαθιστώ
στον ατέρμονο τούτο κύκλο θα μπλεχτώ
χορό, θα τον χορέψω για ν' αναστηθώ

Να φύγω απο 'δω σ' άλλα μέρη
να πλανέψω και να πλανευτώ
απ' της αγάπης της σειρήνας
το μαντήλι θα πιαστώ,
με τα κύματα θα παίξω κι ας πνιγώ.


αΘηνά. 




Άλικα Λόγια

Πώς μπορείς τις λέξεις ν’ αφήσεις
να κυλούν απ’ τ’ όμορφα σου χείλη
Δεν σκέφτηκες ποτέ σου αλήθεια,
πόσο με πονούν τα παραμύθια;
Ποτάμι άλικο σαν αίμα, κi αλμυρό
Σαν την γεύση των φιλιών σου,
το καλοκαίρι αυτό.

Πώς μπόρεσες στ’ αλήθεια
Μ’ άλικα λόγια να στηρίξεις
ελπίδες για χρόνια;
Να ζητάς την αγάπη περίσσια
Και να δίνεις μονάχα συνήθεια.
Τέρμα! Τέρμα τ’ άλικα σου ρουμπίνια
Που στολίζεις σαν Κροίσος στα στήθια
Απόπειρα φυγής της ενοχής.

Ποτέ, ποτέ δεν θα πιστέψω ξανά,
Στ’ άλικα λόγια, τη γεύση απ’ το δάκρυ
που έχουν, -ώ, πώς δεν είχα καταλάβει;
Ποτέ, ποτέ δεν θ’ αφήσω τ’ άλικα
του κήπου σου ρόδα να μπήξουν
στην καρδιά μου τ’ αγκάθια εκείνα.

Κι έπειτα θα ξεβάψουν σιγά-σιγά
τ’ άλικα σου λόγια,
κι αφού σκουρύνουν με τον καιρό στο μυαλό,
το πορφυρό θα πάρουν του μεσημεριού,
το πορτοκαλί θα δανειστούν απ’ του ήλιου τη δύση,
το ροζ θα κλέψουν της αυγής,
κ ύστερα το λευκό της σιωπής.
Θα ξεβάψουν τα’ άλικα σου λόγια...




Συνdreamια

Τ΄ονείρου μου οι πέτρες
πάνω σου γκρεμίζονταν
της μάνας, θείας δίκης.
Και τα χέρια μου άπλωνα
το κορμί σου μην ματώσουν
πάντα εγώ προστάτης,
θύμα/θύτης.

Κι έσταζε έπειτα το αίμα
σαν διαλύτης αναμνήσεων,
τα σάπια τους κομμάτια
κάτω απ' τη σκόνη τάφηκαν
στη μνήμη ενός καλού καιρού-
ονείρου που γκρεμίστηκε.

Δυό λέξεις απ' τα χείλη μου
που ξέφυγαν, ανίκανες
να σφραγιστούν στη δίνη
και οι πληγές στα χέρια
μ'εκαψαν σαν να 'χα παραβεί
την έβδομη εντολή.

Εσύ που στάθηκες ατόφιος
στα χαλάσματα, το βλέμμα
έστρεψες στη δίδυμη μου ελπίδα
κι αφού το εγώ σου ικανοποίησες
φίλησες με τα χείλη του Ιούδα
χαμόγελο επιτύμβιο έστειλες,
ύβρη στην έσχατη εσπερίδα.

αΘηνά.


Ο τυχοδιώκτης βασιλιάς

Στ' απείρου τα μάτια που κοιτούσες
από μικρό παιδί, βαδίζες στη σιωπή
κι αφήνες πίσω σου σημάδια,
σκεφτόσουν να γυρίσεις πίσω
με τα παιδικάτα σου ν' ανταμωθείς ξανά,
καβάλα σ' άλογο της λήθης

Μα έπειτα τα μάτια σου βουρκώσαν,
και τον δρόμο σου θολώσαν
δεν γύρισες ακόμη
Μου 'παν πως σε είδαν
καπου να βασιλεύεις
μ' ένα γέλιο πίκρας στα χείλη

Και στο δείλι πέτρες να πετάς
στα μαλλιά σου, από χρυσάφι
στέκαν φίλοι κι ατενίζαν
της αλήθειας την ψευτιά.
Εκεί σε είδαν να βασιλεύεις
και τ' ονείρου τα συντρίμμια να πατάς

Κι άλλοι, στ' ανέμου τα σκαλιά
δάκρια απ' αμέθυστο να χύνεις
και τα παλάτια να βάφεις βιολετιά,
έπειτα λουλούδια να μαζεύεις
σε ανήλιαγη της γης στοά

Τα παλιά τα ρούχα σου σ' ενα σεντούκι,
στης θάλασσας τη λύσσα έριξες
σκοπό δεν είχες να γυρίσεις
τα "μεγαλεία" γιατί ν' αφήσεις ;
Σ' είδαν λέει να μανίζεις στα φεγγάρια
και πύρινα λόγια να μιλάς

Σε φιλντισένιες κάμαρες
να βρίσκεις βασιλιά μου τη χαρά
στης φτώχιας τα σοκάκια
μην τύχει και βρεθείς ξανά
και νοσταλγήσεις της αφάνειας
τα βδελυρά φτερά.

αΘηνά.



Η ένατη μέρα

Την ένατη μέρα δεν την έζησα.
Μόνο είδα τους εφιάλτες της,
κι άκουσα τα ουρλιαχτά της.


Ο πόνος απλώθηκε Θεία Νέμεσις στο κορμί μου
και πήρε κάθε θέληση μου για ζωή.
Για γέλιο.
Δάκρυ και στάχτη.
Αυτή θα είναι η ζωή μου τώρα πια.
Κι ερείπιο, ό,τι απέμεινε απ' τις παλιές τις μέρες .
Γιατί χωρίς εσένα δεν υπάρχει
πριν, μετά, ενδιάμεσο.
Χωρίς εσένα δεν υπάρχρει αύριο.
Δεν ανατέλλει ο ήλιος μου πια.
Στο σκοτάδι κολυμπάει, μόνη, η καρδιά.

Την δέκατη μέρα δεν ξημέρωσε ποτέ.
Μόνο άκουγα τη φωνή σου να με πυροβολεί.
Ξανά και ξανά.
Και βυθιζόμουν σ' ένα θάνατο χωρίς επιστροφή.
Να σ' αγαπώ μέχρι να μου βγεί η ψυχή.

© Copyright Αθηνά Ιερομνήμων αΘηνά.