Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

2012


That's Life - Frank Sinatra 

Φέτος, η τελευταία μέρα του χρόνου δεν μου δημιουργεί αμφιθυμικά συναισθήματα όπως οι προηγούμενες.
Το σπίτι μυρίζει φαγητά που ψήνονται, οι μυρωδιές μπερδεύονται, ο Frank Sinatra, που έβαλε η αδερφή μου, τραγουδάει στη διαπασών και οι αγαπημένοι μου άνθρωποι πηγαινοέρχονται γύρω μου.
Πέρασα το τελευταίο απόγευμα του χρόνου με τα βαφτιστήρια μου που μου θύμισαν, γι' άλλη μια φορά μέσα σ' αυτή τη χρονιά, πως είναι ν' αγαπάς αγνά, χωρίς να περιμένεις ανταλλάγματα.
Μου χάρισαν όμορφες στιγμές και τις ζωγραφιές τους με μπόλικη λαχτάρα και δεν ήθελαν τίποτα από μένα παρά μόνο να τις στολίσω στον τοίχο μου ή να τους δώσω ένα φιλί ή μία αγκαλιά.
Φέτος τα συναισθήματα είναι ξεκάθαρα. Βρίσκομαι εκεί που θα 'θελα να είμαι, περιτριγυρισμένη από ανθρώπους που αγαπώ και τολμώ να πω, πως υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες, αισθάνομαι πλήρης.
Η χρονιά που πέρασε ήταν γλυκόπικρη, όπως και όλες οι χρονιές που περνάνε και τις σκεφτόμαστε αναδρομικά.
Όμως η γεύση που αφήνει είναι γλυκιά. Γλυκιά σαν καραμελωμένο μήλο.
Είναι η γεύση αγάπης και πληρότητας. Κι αν φαινομενικά δεν έχω αυτά που θα 'κρινε κάποιος απ' έξω, πως θα 'πρεπε να έχω για να αισθάνομαι πλήρης, εγώ αισθάνομαι έτσι πιο πολύ από κάθε φορά στη ζωή μου.
Γιατί φέτος ήταν απ' τις λίγες φορές στη ζωή μου που ένιωσα πως έχω πλεόνασμα αγάπης μέσα μου, τόσο μεγάλο που αγάπησα τον κόσμο στους δρόμους και στα λεωφορεία.
Που λάτρεψα την κάθε μέρα μου, το κάθε σύννεφο, το κάθε πεσμένο φύλλο, την κάθε αχτίδα φωτός.
Εκτίμησα όσα έχω κι ένιωσα γεμάτη χωρίς να χρειάζομαι άλλα υλικά αγαθά.
Γιατί η ουσία δεν βρίσκεται στα υλικά, αλλά στα άυλα.
Στα φιλιά που δίνονται στους δρόμους, στις αγκαλιές που σε ζεσταίνουν με θαλπωρή, στις ματιές που σε γεμίζουν με αγάπη, στ' αρώματα και τις μυρωδιές, στις μουσικές που αγαπάμε ν' ακούμε, στ' απογεύματα και στα πρωινά, στα μεθύσια, τις βραδιές με γέλια, φίλους και ταινίες, στις βόλτες σε μέρη αγαπημένα και στις εικόνες που τραβάμε όχι με κινητά προηγμένης τεχνολογίας ή κάμερες, αλλά κλείνοντας τα μάτια στιγμιαία και κάνοντας μια ευχή να τις κρατήσουμε για πάντα στο νοητό μας άλμπουμ. Αυτό της μνήμης.
Τέτοιες στιγμές, πολύτιμες σας εύχομαι. Αγκαλιάστε τους δικούς σας, πείτε τους πως τους αγαπάτε, αγαπήστε τους ανθρώπους, γνωστούς και άγνωστους, και πρώτα τον εαυτό σας, εκτιμήστε όσα έχετε, μην αναλώνεστε στο να ζητάτε όλο και περισσότερα. Μην αφήνετε τις στιγμές σας να περνάτε, ζήστε τες.

Καλή, γλυκιά χρονιά σε όλους !

αΘηνά.


Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Μεσάνυχτα

[Ντύσε τη σιωπή σου με αυτό: Alexandre Desplat - River]

Κάθε μεσάνυχτα, ορίζω τη σκιά σου.
Είσαι ένα τρεμόπαιγμα στην ράχη της σελήνης,
ένα αργοπορημένο άστρο που αναδύεται
μέσ' από νύχτες εξαθλίωσης.
Είσαι μια νότα παράφορη, που δεν έχει ακόμα παιχτεί.
Στο στήθος σου σηκώνεις τον κόσμο.
Ξέχασες ν' ανάψεις το σκοτάδι.

Κάθε μεσάνυχτα, λεηλατώ το φως σου.
Είσαι μια σφαίρα πύρινη,
παράπλευρες απώλειες κοιμούνται
στα βλέφαρά σου.
Είσαι ένα ταξίδι στο ψηλότερο σημείο της Γης.
Επικίνδυνη όταν ονειρεύεσαι.
Στο στήθος σου κουρνιάζουν ψευδαισθήσεις.

Κάθε μεσάνυχτα, ξημερώνεις.
Είσαι σύγχυση από όνειρο πρωινό.
Μια κόκκινη κλωστή δεμένη στον καρπό.
Είσ' ένας ψίθυρος στ' απομεσήμερο.
Μια μελωδία από κουτί μουσικό,
που φοβάμαι ν' ανοίξω,
Είσαι δαχτυλίδια καπνού περασμένα στο δείκτη μου.

Προλαβαίνεις να ζήσεις άλλη μια νύχτα.
Κάτω από 'κείνο το χαλί κρύβω
τις στιγμές σου που αξιώθηκα.
Και κείνες τις μεθυσμένες ματιές 
που μου εμπιστεύτηκες.
Σ' ένα κουτί σκονισμένο
κάτω απ' το κρεβάτι φυλάω
τα μεσημέρια μας,
η χρυσαφένια τους σκόνη
με κάνει να φτερνίζομαι,
όποτε τ' ανοίγω.
Κλείσε τα φώτα σου,
θα σου δείξω τον κόσμο.
Ένα πουλί φτερουγίζει την ανάσα σου.

Προλαβαίνεις να τελειώσεις ό,τι ξεκίνησες
ή να τ' αφήσεις μετέωρο
σαν βήμα.
Ν' ανέβεις τα νυσταγμένα χαμόγελα,
να στρίψεις στην γωνιά
απ' τ' άρωμα που ξεθυμαίνει.
Στα δεξιά σου θα 'ναι ένα παράθυρο.
Στάσου.
Από κεί θα σου δείξω τον κόσμο.
Γύρε τον λευκό λαιμό σου,
ρίξε τα μαλλιά σου στην όχθη του χειμώνα.
Κάνει παγωνιά στον κόσμο.
Να ντύνεσαι καλά σαν θα φεύγεις.
Ένας στεναγμός γυροφέρνει την άδεια σου θέση.

Κάθε μεσάνυχτα, μεγαλώνεις.
Γίνεσαι γυάλινη ηχώ στο πεθαμένο μου κεφάλι
κι ένα κομμάτι αυγής χαραγμένο.
Σεντόνια τσαλακωμένα σε σώματα υγρά.
Στα χέρια σου ημερεύεις το άγνωστο.
Γίνεσαι σπίτι βραδυνό με σκαλοπάτια λιγωμένα.
Ένα κελάρι γεμάτο διάφανες κινήσεις.

Κάθε μεσάνυχτα, στοιχειώνεις.
Γίνεσαι κύκνος πληγωμένος, 
τραγουδάς για θάλασσες που δεν πρόφτασες.
Ένα ματωμένο χαμόγελο.
Μια σκιά σε τοίχο υψωμένο ανάμεσα σε δυο κορμιά,
μια ιδέα περασμένη, 
ένας χάρτινος στίχος στη σκέψη μου.

Κάθε μεσάνυχτα επιστρέφεις.
Είσαι ένα φύλλο που χόρτασε να πέφτει.
Θα ταλαντεύεσαι σε κλαδιά γυμνά,
ένα εκκρεμές χειμέριου εθισμού.
Είσαι ένα απόγευμα βαμμένο λυκόφως,
ένας ήχος σιωπής.
Το θρόισμα π' ακούω σαν σβήνω τις άλλες αισθήσεις.

Γύρε τον φιλντισένιο σου λαιμό,
θέλω να σου δειξω τον κόσμο,
όχι αυτό που σου 'μαθαν.
Εκείνον που φοβήθηκες να ονειρευτείς.
Θα τρέξουμε στα θλιμμένα λιβάδια της στέρησης,
θα κόψουμε όλα τα ματωμένα ρόδα
του Δεκέμβρη.
Θ' απλώσουμε τη γλύκα της άνοιξης
Έξι μέρες πριν την νύχτα της πλήρωσης,
τη μικρότερη μέρα θα σ' αποχαιρετήσω.
Θα ζωγραφίσω ένα χρυσό χαμόγελο στο χέρι σου,
θα υψώσω τη σημαία της αλήθειας.
Ένα πουλί θα φτερουγίσει την ανάσα σου.
Κλείσε το παράθυρο.

Αυτά τα μεσάνυχτα, πλημμυρίζεις.
Γιορτάζει το κορμί σου την έκσταση του γυρισμού.
Επτά μεσημέρια καιρό απ' την απόφαση,
άναψε μια Μεγάλη Φωτιά,
κάψε τα λάθη της αδημονίας,
τη γύμνια του πρώιμου κόσμου.
Γίνε η ύστατη προσευχή από αίμα κρυστάλλινο.
Σε χείλια πυρωμένα θ' ανάψεις,
την μυρωδιά την πληγωμένη απ' το φιλί το άγονο.
Κι εκατομμύρια φώτα θα στεφανώσουν
το βλεμμάτινο σκοτάδι σου,
ο τοίχος σου θα γίνει έναστρη φλέβα φωτός,
θα ζωγραφίσει λίγο αξόδευτο ουρανό,
Χιλιάδες πουλιά θα φτερουγίσουν την ανάσα σου.

αΘηνά.


Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Στην νύχτα της Αθήνας

Ντύσε τη σιωπή σου μ' αυτό : Kat Frankie - Happy

Στεκόταν εκεί, ακουμπισμένος και κοίταζε το δρόμο. Ή τον ουρανό.
Απ’ το ανοιχτό παράθυρο μαζί με το δροσερό αεράκι που πλημμύριζε το δωμάτιο, ακούγονταν και πειραγμένες εξατμίσεις που ξερνούσαν καυσαέριο, και κάθε τόσο φοιτητοπαρέες που επέστρεφαν από κάποιο ακόμα ξενύχτι. Τα γέλια, οι φωνές και τα φάλτσα τους γέμιζαν το δωμάτιο για λίγο, κι ύστερα αργόσβηναν κάτω απ’ το λιγοστό φως του δρόμου.
Και τότε ήταν, σ’ αυτές τις ελάχιστες παύσεις, που μπορούσες ν’ ακούσεις κάπου στο βάθος, τη βουή της πόλης. Καθολική κι ατέρμονη, απούσα και παρούσα ταυτόχρονα, συνεχώς εκεί, είτε την άκουγες είτε όχι, είτε την σκέπαζαν οι άλλοι γειτονικοί, εφήμεροι ήχοι, ήταν εκεί για να σου θυμίζει πως είσαι ένας, ανάμεσα σε τόσους πολλούς, και πως βρίσκεσαι σ’ ένα τόσο μικρό σημείο, ενώ υπάρχουν τόσα άλλα που με το υπόκωφο βουητό τους σε καλούν να τα εξερευνήσεις. Το βουητό, ήταν το κάλεσμα της πόλης.
Κι ήταν ίδιο με την λάμψη της, δεν την βλέπεις συχνά κι όμως είναι πάντα εκεί, κρυμμένη στα πιο παράξενα σημεία.
Κάτω απ’ το φως ενός λαμπτήρα στο Πανεπιστήμιο, την μεταιχμιακή ώρα που κανείς άλλος δεν είναι ‘κει, παρά μόνο εσύ. Κι ο λαμπτήρας.
Στο λεκιασμένο ημίφως ενός σκοτεινού, ξεχασμένου δρόμου στο Μοναστηράκι.
Στην βρώμικη μα μυστηριακή Ευριπίδου με τη μυρωδιά απ’ τα μπαχαρικά που σου τριβελίζει τα ρουθούνια και σε μεταφέρει μαγικά σε κάποιο ανατολίτικο σοκάκι.
Εκεί που η Δύση με την Ανατολή περιπλέκονται και φτιάχνουν την ακαθόριστη λάμψη του παρελθόντος της πόλης.
Στο Θησείο, εκεί όπου η σιωπηλή Ιστορία σε παρακολουθεί σε κάθε σου βήμα, βιώνεις καμιά φορά την λάμψη της Αθήνας σ’ όλο της το μεγαλείο, ή και στο Σύνταγμα αργά το βράδυ, ή νωρίς το πρωί.
Έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι που ήταν ακουμπισμένο στο περβάζι του παραθύρου και στράφηκε προς το μέρος της.
“Αλλόκοτη βραδιά…” ψέλλισε.
“Οικεία κι αλλόκοτη ταυτόχρονα”.
Ακούστηκε περισσότερο σαν διαπίστωση παρά σαν έναυσμα για κουβέντα.
Κάπνισε μια βαθιά ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του, κι ετσι όπως μισόκλεινε τα μάτια  στο μισοσκόταδο, κι όπως έπεφτε το φως του δρόμου στα μαύρα του μαλλιά φαινόταν ακριβώς όπως αυτό που μόλις είχε πει, αλλόκοτος και οικείος. Απόμακρος και τόσο γνώριμος. Αυτή η βραδιά ήταν σαν εκείνον. Γι’ αυτό ήταν τόσο μυστηριακή, γι’ αυτό της ασκούσε τέτοια έλξη. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τον είδε.
Κάπνιζε πάλι όπως και τώρα, κάπου στη Βαλτετσίου. Φαινόταν σαν να περίμενε κάτι, αλλά και σαν να βαριόταν αφόρητα κι έτσι όπως μισόκλεινε τα μάτια κι έφερνε το τσιγάρο στο στόμα, η Άννα νόμισε πως τον ερωτεύτηκε…
Τα χέρια κι ο καρπός του ήταν ντελικάτα, αλλά όχι λεπτεπίλεπτα, τα μάτια του σπίθιζαν και γυάλιζαν στο σκοτάδι.
Παρόλα αυτά φαινόταν σοβαρός. Κι ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της. Δεν ήταν σοβαρή. Κι ούτε είχε και πολύ καλή γνώμη γι’ αυτούς που διατείνονταν πως είναι.
Η βαθιά της σύνδεση με το “Μικρό Πρίγκιπα” την είχε πείσει πως πράγματι οι σοβαροί τύποι, είναι στην πραγματικότητα μανιτάρια.
Και τότε ένιωσε μια κόντρα γι’ αυτόν το σοβαρό τύπο που μόλις είχε ερωτευτεί. Μάλλον.
“Δεν είναι ; Άννα ;”
Την ρώτησε ξαφνικά ενώ είχε σταυρώσει τα χέρια του και την κοίταζε διαπεραστικά. Τελικά είχε καταλάβει λάθος, ήταν έναυσμα για συζήτηση, ο Άλκης ήθελε πράγματι να συζητήσουν γι’ αυτή την βραδιά που τόσο του έμοιαζε. Η Άννα σχεδόν ξεσπάστηκε και οι προηγούμενες σκέψεις της γλίστρησαν μεμιάς έξω απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο.
“Είναι…” ψέλλισε για να κρύψει την ταραχή της.
“Τί έχεις ;”
“Αφαιρέθηκα…” είπε με ειλικρίνεια στη φωνή της.
“Θυμάμαι την βραδιά που σε πρωτοείδα στα Εξάρχεια…” είπε κι άρχισε ασυναίσθητα να πειράζει το τελείωμα της φθαρμένης του μπλούζας.
Η Άννα ταράχτηκε κι άλλο, τί συνέβαινε ; Μπορούσε ξαφνικά να διαβάσει τις σκέψεις της ; Αυτή η βραδιά παραήταν αλλόκοτη.
Άργησε λίγο ν’ απαντήσει, χρειαζόταν χρόνο ν’ανασυγκροτήσει τις σκέψεις της. “Έτυχε” έλεγε στον εαυτό της, “έτυχε”.
“Α, ναι ; Τη θυμάσαι ;” είχε μια ελαφρά ειρωνία στον τόνο της, έτσι κι αλλιώς ο Άλκης δεν θυμόταν ποτέ τίποτε.
Τίποτε που να ‘χει να κάνει με κείνους τους δύο.
“Γίνεται να την ξεχάσω Άννα ;” τη ρώτησε ξανά με νοσταλγικό ύφος, “Γίνεται” σκέφτηκε εκείνη μα δε το ‘πε. Έδειχνε να μην έχει αντιληφθεί τη λεπτή ειρωνεία στη φωνή της, ή μήπως την είχε απλά προσπεράσει ; Δεν θα ‘χε όρεξη για καυγάδες όπως κάθε φορά.
Κι ο Άλκης συνέχισε το νοσταλγικό του λογύδριο. Είχε πάρει ύφος ποιητή, ένα ύφος που καθόλου δεν ταίριαζε σε κείνο το σοβαρό του προφίλ που σκεφτόταν η Άννα λίγα λεπτά πριν.
“Φαινόσουν αέρινη…φευγάτη, με κοίταξες για λίγο και τα μάτια σου έλαμψαν για μια στιγμή, νόμισα πως χαμογέλασες, μα όταν σε ξανακοίταξα ειχες μια έκφραση παράξενη, σχεδόν εχθρική… Ξαφνικά έτσι όπως ήμουν καθισμένος ένιωσα μικρός, ένιωσα ανασφάλεια… Αποδοκιμασία. Αυτό είδα στο πρόσωπό σου, Άννα. Είναι πράγματι έτσι ;”
“Δεν θυμάμαι Άλκη” η Άννα απάντησε βιαστικά. Και είπε ψέμματα. Δεν ήξερε γιατί,  μα ήταν το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό.
Ξαφνικά ο Άλκης τη ρωτούσε για κείνη την πρώτη φορά, τη στιγμή μάλιστα που εκείνη σκεφτόταν το ίδιο ακριβώς πράγμα, για πρώτη φορά εμπαινε στο μυαλό του. Για πρώτη φορά τόσο καιρό, της ανοιγόταν κι είχε ύφος εξομολογητικό. Κι όμως κάτι την ενοχλούσε, κάτι την ώθησε να μπει σε θέση άμυνας, να μην πει αυτά που σκεφτόταν, αυτά που σκέφτηκε τότε.
“Μάλλον δεν σου έκανε την ίδια εντύπωση…” είπε ο Άλκης με μια κάποια πικρία κι ίσως ενα ελαφρύ πικάρισμα στη φωνή.
Το γελοίο συμπέρασμα του την εκνεύρισε. Η Άννα παρέμεινε ανέκφραστη καθισμένη στο κρεβάτι, κι ένιωθε τους ώμους της ριγμένους στο σώμα της. Σκέφτηκε πως η στάση που είχε εκείνη τη στιγμή δεν πρέπει να την  κολάκευε καθόλου κι έτσι ακαριαία ίσιωσε τον κορμό της. Ο Άλκης διέκρινε την κίνησή της, αλλά δεν άλλαξε στάση, ίσως να ήθελε να την πλησιάσει αλλά δεν το έκανε. Ίσως να καταλάβαινε πως η στάση της δεν ήταν και πολύ φιλική.
“Γιατί συζητάμε τώρα γι’ αυτό Άλκη ;” είπε κάπως πειραγμένα “Θέλω να πω…” βιάστηκε να συμπληρώσει, αισθάνθηκε πως οι λέξεις δεν αρκούσαν για το νόημα που ήθελε να δώσει, “…Είναι τόσα άλλα που θα ‘πρεπε να πούμε…”, ο Άλκης είχε αρχίσει να πλησιάζει προς το μέρος της, στην άκρη του κρεβατιού, αμφιταλαντευόταν όμως, δεν ήξερε αν θα ήταν καλύτερα να καθίσει δίπλα της ή όχι.
“Από κάπου θα ‘πρεπει ν’ αρχίσουμε ρε Άννα, έτσι δεν είναι ;” σχεδόν τη διέκοψε και τελικά κάθισε δίπλα της, τα χέρια του κρέμονταν στο πλάι κι ήταν φανερό πως ήθελε να την αγγίξει μα φοβόταν να κάνει την σκέψη του πράξη.
“Δεν χρειάζεται ν’ αρχίζεις πάντα απ’ την αρχή Άλκη, γιατί πάντα δυσκολεύεσαι να το καταλάβεις αυτό ;” η φωνή της έβγαζε αγανάκτηση τώρα.  Ο Άλκης μαζέυτηκε.
“Προσπαθώ Άννα…” είπε ήρεμα.
Η Άννα παρέμεινε ακίνητη, κοίταζε το πάτωμα, μια λάμψη απ’ τη λάμπα του δρόμου παιχνίδιζε στο πλακάκι. Απορροφήθηκε να την κοιτάζει ώσπου ο Άλκης αναστέναξε.
Γύρισε και τον κοίταξε “Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις Άλκη…”
“Είναι αργά ;” τη ρώτησε απογοητευμένος, στη φωνή του δεν υπήρχε ούτε το παραμικρό απομεινάρι ελπίδας.
“Υποθέτω πως ναι”, η Άννα κατέβαλε προσπάθεια για να του απαντήσει με σταθερή φωνή, κι ο Άλκης σηκώθηκε πήρε τα κλειδιά του απ’ το τραπέζι, το τζάκετ του απ’ το κρεμαστάρι της πόρτας και γύρισε προς την Άννα. Την κοίταξε για λίγο, την πλησίασε έπειτα, της έδωσε ένα δυνατό φιλί στο μέτωπο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στην νύχτα.
Η Άννα δεν κουνήθηκε απ’ την θέση της, δεν αντέδρασε σε καμία απ’ τις κινήσεις του Άλκη, δεν προσπάθησε να τον σταματήσει. Δεν έκλαψε.
Μέσα στο κεφάλι της υπήρχαν τόσα που ήθελε να του πει, κάποια που ίσως να ‘θελε να του τα φωνάξει ώστε να τ’ ακούσει την ώρα που θα κατέβαινε τις σκάλες της πολυκατοικίας της, για τελευταία φορά, όμως δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να γυρίσει πίσω, αν προτιμούσε ο Άλκης να είχε επιμείνει περισσότερο, αν ήθελε πράγματι να του φωνάξει και να του πει αυτά που είχε στο κεφάλι της. Ήξερε παρόλη την σύγχυση στο κεφάλι της πως έκανε το σωστό. Το σωστό για κείνη ; Το σωστό γενικά ; Αυτό δεν τον ‘ξερε. Μα είχε την αίσθηση πως έτσι έπρεπε να πράξει. Και σώπασε.
Έμεινε εκεί ακίνητη.
Τα δάκρυα που η Άννα δεν άφησε να τρέξουν στα μάγουλά της, οι σκέψεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ, πίεζαν τους κροτάφους της με δύναμη ανυπέρβλητη.
Κι όταν σιγουρεύτηκε πως ο Άλκης θα είχε ανέβει στη μηχανή του και θα βρισκόταν πια αρκετά μακριά, αφουγκράστηκε για λίγο τη βουή της πόλης που ορμούσε στο σιωπηλό δωμάτιο εκείνη τη στιγμή, πήρε τα κλειδιά της απ’ το τραπέζι, ξεκρέμασε τη ζακέτα της απ’ το κρεμαστάρι της πόρτας και βγήκε στη νύχτα της Αθήνας.

αΘηνά.


Solus Ipse

Ντύσε τη σιωπή σου μ' αυτό: Jinx - Tuxedomoon

Δεν καταλαβαίνω τα γράμματα μου
Δεν ξέρω, ίσως και να μην τα καταλαβαίνω επειδή είναι δικά μου
Ίσως να μην έμαθα ποτέ να ζωγραφίζω με νερομπογιές.
Ούτε να καταλαβαίνω την ανάσα της νύχτας στο παράθυρό μου.

Κι έχω την αίσθηση πως δεν καταλαβαίνω
ούτε όσα μου ψιθυρίζει ο αναστεναγμός σου τα πρωινά.
Λες, πως είναι παράξενο να μην καταλαβαίνω ποτέ, τίποτα.
Μα, με όλο το θάρρος που μου δίνει η φαντασμένη σιγουριά στον ήχο σου,
νομίζω πως ούτε κι εσύ καταλαβαίνεις.
Συγχώρα με αν γίνομαι σκληρή μαζί σου

Δεν νομίζω πως μπορείς να καταλάβεις
τις φρενήρεις έννοιες, τους σκοτεινούς μου ορισμούς
ή τους κοιμισμένους μου ενδοιασμούς.
Με όλο το θάρρος,
είσαι βλάκας αν νομίζεις πως καταλαβαίνεις
τις λέξεις που κρύβονται στα μυστικά μου διαβήματα
ή εκείνες που σφυρηλατούνται στα στήθη της χαμένης μου ύπαρξης.
Ακόμη κι αυτές που συμπεριφέρονται σαν να τις ξέρεις, σαν να σε ξέρουν
Σαν να γνωρίζεστε.

Χαμένος χρόνος, τα μεσημέρια που κάθισες μαζί τους στο μπαλκόνι
και καμωνόσουν, δήθεν μου, πως προσπαθείς να λύσεις τους γρίφους τους
Τραγέλαφος !
Ή εκείνα τα καλοκαίρια που έψαχνες μεσημεριάτικες προφάσεις
για να το σκάσεις απ’ το κρεβάτι της κενοδοξίας σου.

Ίσως να μην έμαθα ποτέ μου ν’ ακούω παραμύθια
Ήμουν πολύ απορροφημένη, να βρίσκω τα δικά μου νοήματα στις λέξεις
Να τις επαναπροσδιορίζω με ασίγαστη επιμονή
Να τις μαθαίνω άλλα μονοπάτια, πρωτόπλαστα

Δε καταλαβαίνω ούτε τα χαραγμένα μονογράμματα στα παγκάκια
οι ανθρωποι νομίζουν πως είναι κάτι το ξεχωριστό,
Πως αν γράψουν τ’ αρχικό, απ’ τ’ όνομα που νομίζουν πως έχουν,
σ’ ενα τυχάρπαστο παγκάκι, σε μια πολύβουή πλατεία
θα μείνουν ανεξίτηλοι

Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν, -σαν κι εμάς
Πως για να μείνεις ανεξίτηλος
πρέπει ν’ αφεθείς
και στο πέρασμα του χρόνου να σβήσεις

Ίσως να μην έμαθα ποτέ να σχηματίζω κύκλους
στο νερό απ’ τις λακούβες των δρόμων
Να μην έμαθα ποτέ να κολυμπάω
Ή να κάνω ποδήλατο χωρίς χέρια
Ίσως και να μην έμαθα ποτέ να καταλαβαίνω

 αΘηνά.


Τάδε

Ντύσε τη σιωπή σου μ' αυτό : Your Hand in Mine - Neighbours

Εκείνος.
Σταμάτησε να την αγαπά προτού να την γνωρίσει.
Είχε στα χέρια του τρίμματα βίας
Βλέμματα κενά,
εικόνες που θ' αντηχήσουν εκδίκηση.
Κι αυτά τα πράγματα δεν είναι ποτέ φθηνά.
Πάντοτε κοστίζουν

Συγχώρεση.

Εκείνη.
Τον ερωτεύτηκε πολύ πριν τον γνωρίσει.
Την ιδέα του μόνο.
Μια απροσδιόριστη έκφραση του εγώ του.
Είχε στα χέρια της κορδέλλες λευκές,
Μαξιλαρένια πούπουλα.
Κι αυτά τα πράγματα ποτέ δεν είναι φθηνά.
Είναι ανεκτίμητα.

Κι όμως, σου δίνονται απλόχερα.

Συναντήθηκαν ένα κρύο πρωινό του μήνα Τάδε,
στην πόλη Τάδε,
την Τάδε εποχή.
Στις 6 παρά τέταρτο.
Κι είχε μόλις αρχίσει να βρέχει.
Μα τί σημασία έχει ;
Εκείνος την κοίταξε αυθάδικα.
Εκείνη τον αναγνώρισε.

Δεν αντάλλαξαν μήτε μια λέξη.
Συζήτησαν όμως με τις ώρες.
Με τα χρόνια.

Κι είπαν πολλά.
Είπαν για χήνες λευκές,
γι' ακρογυάλια παραδωμένα,
τουφέκια στιλβωμένα αίμα,
για κυνήγι αγριογούρουνων
ακόμη και για τις αργόσυρτες γραμμές
που διαγράφουν οι γυμνοσάλιαγκες
στα τσιμεντένια δώματα.

Όμως δεν μίλησαν ποτέ τους.
Κανείς απ' τους δυό τους δεν ξέχασε
εκείνη τη συννεφιασμένη τους συνάντηση,
που δεν έμοιαζε με καμία άλλη.
Ήταν ένα ραντεβού απροσάρμοστο.
Ένας χτύπος που χάθηκε.
Ένα δευτερόλεπτο που λιποτάκτησε.
Μια σταγόνα που αρνήθηκε να πέσει.
Ένα αστέρι που ναυάγησε.

Δεν έμοιαζε με κανένα άρωμα.
Κι όμως μύριζε σαν ξενύχτι μυστικό.
Ανοιξιάτικα μυρωμένο.
Παράταιρο.
Τη λάθος εποχή.
Ίσως το φθινόπωρο.
Και ποιός σιμαίνει στα παράταιρα ;
Προσπέρασαν κι οι δυό.

Απομακρύνθηκαν με βήματα τεντωμένα -
μετανιωμένα κιόλας-
μακριά απ' την δίνη του πειρασμού
με ρότα τους το φόβο
μιας αδίστακτης λαχτάρας.
Τί κάνουν τώρα ;
Κοιμούνται ανήσυχα.
Ξυπνάνε κουρδισμένα.

Ραγίζουν.
Κάθε μέρα κι από λίγο.
Γεμίζουν μικρές ρωγμές
τ' αγαλματένια σώματά τους
Σπάνε.
Ξεφτίζουν.
Κι απ' τη σκόρπια τους συνείδηση
νήματα μπλέκονται
κάθε τόσο στα κουρασμένα όνειρα τους.
Λυγίζουν.
Τα σιδερένια τους μυαλά σιγολιώνουν
στο καμίνι της επιθυμίας
που αρνήθηκαν.

Μα θυμούνται.
(Η μνήμη πιο ανθεκτική)
Εκείνος θυμάται την καυτή ανάσα
που δεν γνώρισε,
κι εκείνη τ' ασημένιο χάδι.
Τα σκοτάδια εκείνος,
τ' ανοιγμένα παράθυρα αυτή.
Τ' αγγίγματα και τα φιλιά
τις νότες, τ' απογεύματα,
τα ηλιοβασιλέματα, τις αγκαλιές,
τις βόλτες τις ξέσκεπες
τις λιωμένες αμμουδιές

Τις άφησαν πίσω.
Και θα 'ναι πάντα
ξέσκεπες βόλτες
κι αμμουδιές άγνωστες,
φιλιά κι αγγίγματα
που καίνε
γιατί δεν δόθηκαν,
νότες κι απογεύματα άηχα
αγκαλιές και δύσεις άδειες.
Στο σκοτάδι εκείνος,
μ' ανοιχτά παράθυρα αυτή,
Μήπως τον δει τυχαία
να περνά στη γωνιά του δρόμου.
Μάταια.
Πράγματα σαν κι αυτά πάντα κοστίζουν ακριβά.
Πράγματα σαν κι αυτά είναι πάντα ανεκτίμητα.

αΘηνά.