Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Μα πάντα σ' έχω

Η ακροελπίδα της αυγής
της πιο μεγάλης μουσικής
τραγούδι
που τις ψυχές ενώνει
κι άλλες τις χαλά

Του ακρονείρου το φιλί
του πιο τυχαίου αστεριού
τραγούδι
τα χέρια του απλώνει
σ'αγγίζει και γελά

Μυστικά φωνάζει
ανταριάζει, δεν μιλά
στ' άγγιγμα σου αλλάζει
η τόση ερημιά
με σκιάζει.
σ' έχω εδώ κι εκεί,
μα πάντα σ' έχω.

αΘηνά.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Ο χορός των Ρομά

Κίνηση αργή.

Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα έξω απ' το θολό παράθυρο,
Το λεωφορείο ήταν σταματημένο σ' ένα τεμπέλικο κόκκινο φανάρι.
Όλα γύρω έτρεχαν και τα φώτα απ' τα αυτοκίνητα λαμπύριζαν υστερικά.
Τα έβλεπα όλα σε αργή κίνηση.
Πάντα το μυαλό μου λειτουργούσε πιο αργά.
Πάντα έμενε πιο πολύ στα πράγματα.
Τα μικρά.
Τα ανείπωτα.

H μαύρη σακούλα.

Κι όταν ξεκίνησε πάλι ήταν σαν να έμεινα πίσω.
Στην Πατησίων.
Στη μέση του δρόμου.
Μα δεν έμεινα.
Στην πλατεία Κολλιάτσου μια σακούλα μαύρη κι ένα γαλάζιο κομμάτι χαρτί.
Χορεύουν παράλληλα.
Στον ίδιο ρυθμό.
Μα δεν συναντιούνται ποτέ.
Το γαλάζιο χαρτί στη μέση του δρόμου, εκτεθειμένο,
να παρασύρετε απ' το τρέκλισμα των αυτοκινήτων
και να παλεύει να ξεφύγει απ' τις τυφλές τους ρόδες.
Η μαύρη σακούλα απ' το πεζοδρόμιο.
Συνετή κι ασφαλής.
Δεν δίνει δεκάρα για ένα κομμάτι παλιόχαρτο.
Χορεύει μόνη στο δικό της ρυθμό.
Απ' το πεζοδρόμιο.

Εκείνος.-

Στεκόταν εκεί.
Κοιτούσε τον δρόμο αδιάφορα.
Περίμενε να περάσει απέναντι.
Αδύναμα δυνατός και χλωμός.
Αδιάφορος και διαφορετικός.
Σαν να 'ταν δικός μου μα ξένος.
Το άβουλο λεωφορείο τον προσπέρασε,
έτσι απλά.
Αναίμακτα.
Μόνο μέσα μου θα τρέχει αίμα.
Πάλι. Για μέρες.

Εξέγερση Όχι Εξαθλίωση.

Ο Κωστής, καθισμένος.
Με σκυμμένο το κεφάλι.
Φανερά θλιμμένος,
με τα μάγουλα του ρουφισμένα
στο αποστεωμένο του λευκό πρόσωπο
φωνάζει με μαύρα λόγια :
"ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΟΧΙ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ"
και για δυό στιγμές μπερδεύομαι.
Πιο κάτω οι γαλλιδούλες του γαλλόφωνου κινηματογράφου
και μια απαγορευτική κορδέλλα που αιωρείται στο κενό
ανάμεσα στην τέχνη και τη μέθη.

Ο χορός της Ρομ.

Κι ύστερα βυθίζομαι στο χορό της Ρομ.
της μεγάλης μητέρας τσιγγάνας
και στην δική της αγλαή κορυφή.
Το μυαλό μου χορεύει τους πρωτόγονους ρυθμούς
που στην ψυχή μου προστάζει τ' όνομά μου
γεμίζει κρουστά το μικρό μου κεφάλι
Χορεύω σαν γαλάζιο χαρτί
μέχρι να ενωθούν τα σπλάχνα με το φως μου
μέχρι να γυρίσει το κεφάλι ο διπλανός μου
χορεύω σαν καινούργια ζάλη,
σαν πλάνη ξεχασμένησε κίνηση αργή
κι όλα αυτά στο μικρό-αργό μου κεφάλι.


αΘηνά.

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Απουσία - Πάμπλο Νερούδα

Μόλις σε άφησα,
έρχεσαι μαζί μου, κρυστάλλινη
ή τρεμάμενη,
ή ανήσυχη, πληγωμένη από μένα
ή ξέχειλη από έρωτα,
καθώς τα μάτια σου
σφαλίζονται πάνω στο δώρο της ζωής
που αδιάκοπα σου αφήνω.

Αγάπη μου,
συναντηθήκαμε
διψασμένοι και
ήπιαμε όλο το νερό και το αίμα,
βρεθήκαμε
πεινασμένοι
και δαγκωθήκαμε
όπως δαγκώνει η φωτιά,
αφήνοντας πάνω μας πληγές.

Αλλά περίμενέ με,
φύλαξέ μου τη γλύκα σου.
Εγώ θα σου δώσω
κι ένα τριαντάφυλλο.


Ο νους

Την είδα την άχλη την ονειρική
απλώνονταν σαν πέπλο αραχνούφαντο
πάνω απ' το κορμί της θάλασσας
σαν να 'ταν νύμφη
κ αυτ'η στεκόταν ακίνητη σαν παγωμένη
κάτω απ' το βαρύ της πέπλο
και στο βάθος δεν έβλεπες,
δεν εβλεπες κ δεν ήξερες
-γιατί ο άνθρωπος μόνο ότι βλέπει γνωρίζει-
μπορείς όμως να φανταστείς...

Μπορείς να πλάσεις καράβια κ πειρατές στο βάθος,
τέρατα θαλάσσια, γοργόνες κ χρυσάφια-
χαμένους θησαυρούς και μαργαριτάρια
της κόρης με το πέπλο, τον λαιμό να στολίσουν
την αγάπη της, την εφήμερη να κλέψουν
-δεν φτάνουν όμως οι πέρλες, την αγάπη να κρατήσουν-
τ' όνειρο της κόρης με το πέπλο ριγμένο στο κορμί
θα χαθεί σαν ο κρότος, το χαστούκι, σαν απόηχος κύματος
ανταριασμένου στον βράχο θα χτυπήσει
κ τότε θα κοπεί το σκοινί που τις πολύτιμες χάντρες συγκρατεί
και θα χυθεί η οργή, στο δωμάτιο θα ξεμπλάσει
με το τακ-τακ στο ξυλένιο πάτωμα,
σαν του ρολογιού το συνεχόμενο μαρτύριο
θα τρελαθεί κ ύστερα καθώς το τικ-τακ του θ' αποκάμει
θα σταματήσει ο χρόνος.
-Αυτή ειν' η τιμωρία-

Κι είναι βαρειά η τιμωρία.
Γιατί όταν ο χρόνος σταματά κ στο κενό βυθίζεσαι
είναι σαν να πνίγεσαι, λένε,
σαν να πνίγεσαι στην άχλη αυτή την ονειρική
σαν ιστός από αράχνες τυλίγεται γύρω σου
και όταν η τελευταία σου στιγμή πλησιάζει κ βλέπεις
το τέλος πια να σου κουνά το μαντήλι
όταν αφήνεσαι πιά κ πάυεις τις αράχνες να παλεύεις
το επώδυνο σου τέλος σταματά.-
Βλέπεις όλη τη φρικιαστικά βαρετή ζωή σου, να περνά,
απ' τα μάτια σου μπροστά λένε, κ ύστερα νερό,
μόνο νερό κ έπειτα κενό.
............................................................

Και σαν τα μάτια σου ανοίγεις κ τον εαυτό σου νεκρό
θεωρείς βλέπεις το ρολόι
να χτυπά κ να σου παίρνει τ' αυτιά.
Τ' ακούς διπλό κ τριπλό σαν έχουν γεμίσει τ΄αυτιά σου
νερό κ αράχνες, διαπεραστικός ο ήχος σε ξαγρυπνά
δεν σ' αφήνει αποκαμωμένη να κλείσεις τα μάτια να παραδοθείς.
Αφού πέθανες..Έτσι δεν έιναι ; Το έιχες δεί. Ήταν το τέλος.
Ή μήπως όχι ;

Κι αναρωτιέσαι έπειτα στην κόλαση μήπως βρίσκεσαι,
ψάχνεις τον δρόμο των καλών προθέσεων
-ένα σημάδι να ξεχωρίσεις πως τιμωρείσαι-
μα τίποτα, μόνο το ρολόι στην άδεια σου διάσταση
γεμίζει με χρόνο άχρηστο το δωμάτιο.
Τρελένεσαι καθώς βλέπεις τα δευτερόλεπτα.
Τα λεπτά.
Τις ώρες.
Να ξεπηδούν κ τ' οξυγόνο σου να σφετερίζονται στ' άδειο δωμάτιο,
Νομίζεις τώρα πως θα σκάσεις, σαν εγωιστικά φυτά οι ώρες, τα λεπτά
σου κλέβουν τ' οξυγόνο κ πάλι νιώθεις να σβήνεις
πέφτεις σ' ένα ατέρμονο λήθαργο βυθίζεσαι ξανά,
κ αράχνες τυλίγουν πάλι το μυαλό σου
-κ ποιά τραγική ειρωνεία- ;
Σου φαίνονται οικείες τώρα,
προκλητικά γνωστές-δικές
μέχρι που τ' άγγιγμα τους σου μοιάζει σχεδόν μητρικό
κ τότε καταλαβαίνεις πως είσαι απελπισμένη

Κι αρχίζεις να ουρλιάζεις να σκίζεις τους λευκούς ιστούς,
αποφασισμένη να μην σε νικήσουν ένα μάτσο αράχνες,
μα η κραυγή σου σαν βγαινει απ' το στόμα σου αιωρείται
πάνω απ' το κεφάλι σου σαν σβησμένο φως λαμπτήρα
και τα χέρια σου δεν σκίζουν στ' αλήθεια τους ιστούς
μα μπλέκονται σ' αυτους κ δεν μπορείς να τα διακρίνεις πιά
Κουράζεσαι στο τέλος και τα παρατάς.

Ενώ το αυτοκίνητο προχώρησε
άφησες τις σκέψεις σου να πλανηθούν στη μικρή του καμπίνα
κι έκανες χώρο γι άλλες, καινούργιες,
πλανήθηκε το βλέμμα σου μια στιγμή στον ορίζοντα
πρόσεξες πως η άχλη είχε χαθεί
η ήρεμη σχεδόν παγωμένη επιφάνεια της θάλασσας
είχε τώρα μετατραπεί σε ανταριασμένα κύματα χαστούκια
που λυσσούσαν ν' ανέβουν στον δρόμο κ να σε πάρουν
στον βυθό για πάντα
μα το βλέμμα σου δεν είχε τρόμο,
έχει μαγευτεί, είχε κολλήσει στ' αφρισμένα κύματα
σαν να 'ταν αυτά σειρήνες κ σκοπό αγαπημένο της μάνας
απ' την κούνια σου τραγουδούσαν,
ο νοτιάς αμείλικτος τα μάτια σου χάιδευε νωχελικά, υπνωτισμένα...

Γυρνάς το βλέμμα και κοιτάς,
χάδια ζητάς, πάντα τα παίρνεις. (γιατί τα ζητάς ;)
Οι βόλτες αυτές της θάλασσας οι μακρινές, είναι για σένα
που ο νους σου αγαπά σκέψεις να πλάθει.

αΘηνά.

Η θάλασσα, τον χειμώνα στο χωριό μου, την Καρδάμαινα.

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Στο σκοτάδι.

Σταδιακά το μυαλό μου μετακινείται
στο σκοτάδι.
Ένα εκατοστό τη φορά.
Κι όταν πιέζεις το δέρμα μου,
ο παλμός μου ενώνεται με το δικό σου
σε μια καρδιά, ενιαία.

Μονολογώ.
Το σκοτάδι είναι λιγάκι...
παρεξηγημένο.
Κι όμως οι εχθροί του,
δεν έχουν άδικο.
Μα δεν έχουν και δίκιο.
Το σκοτάδι είναι ουδέτερο.

Κάποια στιγμή η ματιά σου συνηθίζει
να βλέπει στο σκοτάδι.
Ακούγιεται απαισιόδοξο.
Δεν είναι.
Θα ήταν...
Αν δεν συνήθιζες.
Αν έβλεπες το ίδιο σκοτάδι
και μετά από μια ώρα.
Και μετά από τρείς.
Τίποτα πέρα απ' αυτό.
Το ίδιο ζοφερό σκοτάδι.

Αλλά το σκοτάδι από μόνο του,
Είναι ουδέτερο.
Απλά αλλάζει μορφές,
σύμφωνα με τους φόβους.
Γιατί οι φόβοι ξυπνούν στο σκοτάδι.
Κι αυτό γίνεται ό,τι φοβάσαι.

Αν πάψεις να φοβάσαι.
Θα πάψει να σε φοβίζει.
Το σκοτάδι θα μείνει απλά αυτό.
Σκοτάδι.
Που σημαίνει παντελή έλλειψη φωτός.
Και τίποτε άλλο.

Τελευταία εξασκούμαι κι εγώ.
Όταν γιγάντιες αράχνες γίνεται
το σκοτάδι γύρω μου.
Και μου κόβει την ανάσα.
Ή όταν γίνεται αποτυχία.
Ή απώλεια.
Μα πιο πολύ όταν γίνεται μοναξιά.

Μα στο σκοτάδι,
ένα πρέπει να θυμάσαι.
Επειδή δεν βλέπεις τίποτα,
δεν σημαίνει πως τίποτα δεν είναι εκεί.
-Όχι μην τρομάζεις.-
Και στο σκοτάδι υπάρχει ελπίδα.
Πάντα υπάρχει ελπίδα για φώς.

αΘηνά.