Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

άσηπτος νέκρωση

κλεισμένοι εδώ μέσα ―
βρίσκουμε καινούργιες χρήσεις στα άνθη
τους φτιάχνουμε προθήκες χάρτινες
κλινοσπεπάσματα από τιτιβίσματα
(εγκοίμηση φριχτή μιας χαμένης άνοιξης)
και τ' αποθέτουμε εν τόπω αναψύξεως,
ξημέρωμα Μεγάλης Παρασκευής
κλεμμένο δεντρολίβανο και κουλιάστραντο
κάτω απ' το μαξιλάρι
για να δω ποιός θα με πάρει ―
επώαση εαρινής ονείρωξης
και σ'ένα βράδυ μέσα
ασπρίζουν τα μαλλιά μας ―
διυλιστήρες τ' αργυρού φωτός
σαν τάφοι ασβεστωμένοι
κατάσπαρτοι λευκά χελιδόνια

κλεισμένοι εδώ μέσα ―
βρίσκουμε καινούργιο ανάθεμα στα άνθη
γιατί μας πονούν
έτσι που δαυλίζουν το φως
έτσι που σφαδάζουν το χώμα ―
μεθάμε ασθμαίνοντας νυχτολούλουδο
κι ασελγούμε φθονερά
πέρα στις ξόβεργες θρυμματισμένων άστρων
μια αιμωδία ακράτητη ―
καταχρώμαστε τη γλώσσα
ο ένας του άλλου
κι ύστερα καταπίνω τον λυρισμό σου αμάσητο
εγκάθειρκτη σε μιαν ιδέα φεγγαρόφωτου
κι εγκυμονώ μέσα μου μούσες
ως τον κλήδονα

αθηνά.




Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

γενηθήτω το θέλημά μου


μια τέτοια νύχτα καραντίνας
κι ενώ
κοιμάσαι ήσυχα ―
δέκα λεπτά απ' το προσκεφάλι μου,
ασημώνω τη βροχή
που αγριοδέρνεται
στις ξεσκισμένες τέντες
και λυσσομανάει
τα σκουριασμένα κάγκελα,
να με ξεπλύνει·
να παρασύρει το σπέρμα μου
και να με στάξει σύγκορμη
απ' τις υδρορροές στο μπαλκόνι σου
να ποτίσει την καύλα μου
στα φθισικά πεζοδρόμια
στις υποσιτισμένες νεραντζιές
να μην μπορείς άλλο πια να κοιμηθείς,
να ησυχάσεις τα μεσημέρια,
να με μυρίζεις στους δρόμους,
να τρυπώνω απ' το νυχτερινό παράθυρο
ολονυχτία στη στύση σου·
να τη γονιμοποιήσει,
να τη βαστάς μπουμπούκι
ξέφρενο κατακόκκινο
έτοιμη να εκραγεί
παλινδρόμηση δίχως ανάσα
καύλα επάρατη

γενηθήτω το θέλημά μου

αΘηνά.



Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

τα χαϊδευτικά

[άκου αυτό]

σήψη μου, ζωή μου

γκαζόν μου απότιστο
κατακαλόκαιρο
ήλιε μου ντάλα και
κομμένα φρένα μου
λιγοθυμιά και σκόνη μου
σπηλιά μου ανήλιαγη
έλος μου συμπαγές
τέλος μου μαντεμένιο
εωσφόρε μου, ατελέσφορέ μου
μπόρα μου, χώμα μου
Χιροσίμα μου
στύση μου κι ανάφλεξή μου
κρίση πανικού μου
Περλ Χαρμπορ μου
υπερηχητικό μου αεροσκάφος
πόλεμέ μου αδιάκοπε
πυξίδα μου
Yilduz μου
Κωνσταντινούπολή μου  
γυαλί μου στις όχθες του Βοσπόρου
φαινόμενό μου, θαύμα μου όγδοο και πρώτο
κρόκε κι ασπράδι μου
όλο το τρυφερό το κόκκινο
του καρπουζιού
σπατάλη μου,
σκυτάλη μου,
λεπίδα μου
ενίοτε αιχμηρή,
κάποτε με το έψιλον αρχινάς
αχινε μου
με ύψιλον
φύκι μου ταξιδεμένο
που κολλάς ανάμεσα 
στα μπούτια μου
αλάτι μου, ζωή μου
κρατήρα μου και ρήγμα ενεργό
τεκτονική μου πλάκα
σπίρτο μου, καύτρα μου
σημάδι στο δεξί
καρπό μου
τρέμουλο στο χέρι μου
βομβαρδισμέ μου
κράσπεδό μου ρημαγμένο
απομεινάρι μου
συντρίμμι, συντριβή μου
μικρό μου δοξάρι,
συναξάρι,
μουσική μου, φθόγγε μου
εναρμόνιε
γιασεμί μου ματζόρε
παιδικό μου μεσημέρι
και μελτέμι μου, βουτιά μου
πλωτή μου λύση
απώθησή μου άγνωστη
απόληξη μου άφθαρτη
ιερή μου απόγνωση
και γνώση μου ήμερη
Τσερνόμπιλ μου ραδιούργο
διαστημόπλοιό μου
γκρεμέ μου, γούρνα μου
φαράγγι μου απροσπέλαστο
λαρύγγι μου αδιάβατο
βουνό μου – ποτε δεν θα σ’ ανέβω
κορυφογραμμή μου
Δολομίτη μου
ωδή μου, αγρίμι μου
σεντέφι μου
γρατσουνιά στα μάγουλα
συρραπτικό μου στο συρτάρι
συνδετήρα μου, διακορευτή μου
(με τρυπάς, με ουρλιάζεις)
βασιλιά μου, σκλάβε μου
Ιούδα μου, φυλή μου
ύμνε μου ακάθιστε
σιρόκο μου, σιρόπι για το
βήχα του χτικιού
ηρεμιστικό μου και μαινάδα μου
με nada μου και todos

αΘηνά.