Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Μεταμεσονύκτιο άσμα

Και τί κατάλαβες ;
Μείναμε όλη νύχτα μ’ ένα πακέτο τσιγάρα φτηνά
που δεν καπνίστηκαν ποτέ.
Ένα φλεγόμενο πακέτο τσιγάρα σβηστά.
Με μία ανώμαλη θέα προς τη λάθος πλευρά
και δάχτυλα πάθους σε τζάμια θολά που ξεμείναν
απ’ ανάσες.
Με χάρτες απάτες σε κορμιά γυμνά.
Και τί κατάλαβα ;
Ξεχασμένα καπέλα σε εξώστες θεάτρων κλειστών
κι ομπρέλες βρεγμένες μ’ ένοχα μυστικά,
μπλεγμένα νωπά μαλλιά, μίτοι-
κουβάρια μ’ ατέλειωτα ψέμματα.
Τί κατάλαβες ;
Που ζωγράφισες μητέρες γαλάζιες,
φιγούρες, μύστες και βήματα στο σώμα μου,
σχήματα ντροπής ηδονικά.
Και τί κατάλαβα που ξέσπασα στα κλάματα
της φίμωσης της ενοχικής του αναπόφευκτου ;
Που κατάφερα και το ‘κρυψα στα λυχνάρια της αμαρτίας,
στα έγκατα, για να το δω να ξεχειλίζει ψέμματα.
Κάλπικα κέρματα, καμπύλα οινοπνεύματα
κι αναμμένα αίματα.
Και τί κατάλαβα ;
Που μ’ άλλαξε νόημα η γειτονιά,
που τα γνώριμα σκίρτησαν άπληστα χρώματα.
Πάγωσαν και κάηκαν ανόητα.
Χωρίς λόγια τάχθηκαν
και μ’ έταξαν σ’ ερώτικα μηνύματα.
Καπέλα ξεχασμένα σε σκηνές παράταιρες
κι ομπρέλες βρεγμένες με φερομόνες ανάσες.
Τζαζ φλογερές μουσικές αγκαλιασμένες,
να λικνιζονται σε σκοτεινά αέναα περάσματα.
Και τί κατάλαβες ;
Που η μετάνοια ανήκει σ’ άλλη εποχή
από το μέλλον ;
Το παρελθόν τ’ αντέχω.
Το μέλλον σκιάζομαι.
Στο λέω το ξανάγραφα με χρώματα άγραφα,
αόρατα έντονα, σε σελίδες ξεθωριασμένα χρυσές
3,14 μακριά σου και σ’ αγγίζω.
3,14 και το μέλλον ξορκίζω.
Τί κατάλαβα ;
Που μπλέχτηκα στα μαθηματικά ;
Μην τρομάζεις.
Μην φοβάσαι.
Μόνο μίλα μου γι’ αυτά που έζησες,
γι’ αυτά που θες να ζήσεις
χωρίς εμένα-με μένα.
Για ένα νησί κοινό,
κι ένα σπίτι χλωμά φωτεινό.
Μόνο μίλα για την ύψιστη ερωτική στιγμή του ποιητή,
που γνώρισες,
για ‘κείνο το γυναικείο σώμα με το ξωτικό πρόσωπο-
το άγνωστο,
κι εκείνη την πόρτα με τις βεντάλιες που κουδουνίζει υστερικά.
Μα σώπαινε.
Και θα μιλήσω εγώ.
Κι εγώ θα πώ με σώματα και στόματα ενωμένα,
ιστορίες γι’ αμαζόνες,
για φαντάσματα προδωμένα κι αρώματα.
Για γυναικεία σώματα που θα ζηλέψει κι η Μαρία Σαλώμη θα πω.
Και για κρεβάτια που φλέγονται σε αγιασμένες γέφυρες.
Για φορεμένα λάφυρα, ερωτικά θα πώ,
και για πουκάμισα λευκά, αντρικά,
διάπλατα βρεγμένα κι ανοιχτά-
σε θηλυκά κορμιά.
Θα πώ όσα ξέρω.
Και θα μιλήσω για πολλά, μα προπαντώς θα πώ
για τα πακέτα με τα τσιγάρα που στα συρτάρια μου ξεχνάς,
κι εγώ τ’ ανέχομαι.
Μα δεν μπορώ ν’ αντισταθώ,
στ’ άρωμα που απ’ το χαρμάνι βγάζουν,
στον καπνό π’ ατμίζουν πρόστυχα.
Όχι, δεν τα καπνίζω.
Να τα κοιτάζω, μόνο,
μ’ αρέσει, και να τα μυρίζω.
Μα όχι απόψε.
Απόψε θα δώ στα όνειρά μου
ποιόν θα πάρω.
Γλώσσες φωτιάς θα τυλίξουνε το σώμα που θα πάρω, ηδονικά.
Στης συνουσίας το σχήμα,
σ’ ένα δωματιο από καθρέφτες
μ’ ένα φτηνό κοκκινάδι στα χείλια, που πάγωσε.
Να τί κατάλαβα.
Εσύ θα πηδάς μεσ’ από σχήματα καπνού-
κυκλικά, τσιγάρων αναμμένων…
Ο καλύτερος τρόπος ξέρω, είναι να δωθείς σ΄ ένα φαύλο πειρασμό.
Σ’ έναν αστείο βαλεντίνο,
σ’ έναν φίλο μυστικό,
σ’ έναν χόρτο που προδίδει
όταν γίνεται λευκό ή υγρό.
Γιατί εσύ κι αυτή υπήρξατε
Ζωντανοί – νεκροί
τις νύχτες της γέννησης-
τις μέρες της ανάστασης.
Θα μου φέρεις το βάρος απ’ το στέρνο σου,
θα μου δώσεις το δάκρυ των φιλιών σου
και 'γω θα τα σηκώνω μέχρι το τέλος του χρόνου.
Θα μείνεις εδώ μαζί μου,
και δεν θα θες πια να γίνεις μεγάλος και τρανός,
θα πάρεις το κορμί μου στα χέρια σου,
θα πάρεις την αγάπη μου και θα την  κάνεις θησαυρό
ή θα την πνίξεις στον άνεμο.
Θα καταλάβεις κι εσύ.
Ησύχασε.
Δεν θα βγάλω μιλιά.

αΘηνά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου