Πώς μπορείς τις λέξεις ν’ αφήσεις
να κυλούν απ’ τ’ όμορφα σου χείλη
Δεν σκέφτηκες ποτέ σου αλήθεια,
πόσο με πονούν τα παραμύθια;
Ποτάμι άλικο σαν αίμα, κi αλμυρό
Σαν την γεύση των φιλιών σου,
το καλοκαίρι αυτό.
Πώς μπόρεσες στ’ αλήθεια
Μ’ άλικα λόγια να στηρίξεις
ελπίδες για χρόνια;
Να ζητάς την αγάπη περίσσια
Και να δίνεις μονάχα συνήθεια.
Τέρμα! Τέρμα τ’ άλικα σου ρουμπίνια
Που στολίζεις σαν Κροίσος στα στήθια
Απόπειρα φυγής της ενοχής.
Ποτέ, ποτέ δεν θα πιστέψω ξανά,
Στ’ άλικα λόγια, τη γεύση απ’ το δάκρυ
που έχουν, -ώ, πώς δεν είχα καταλάβει;
Ποτέ, ποτέ δεν θ’ αφήσω τ’ άλικα
του κήπου σου ρόδα να μπήξουν
στην καρδιά μου τ’ αγκάθια εκείνα.
Κι έπειτα θα ξεβάψουν σιγά-σιγά
τ’ άλικα σου λόγια,
κι αφού σκουρύνουν με τον καιρό στο μυαλό,
το πορφυρό θα πάρουν του μεσημεριού,
το πορτοκαλί θα δανειστούν απ’ του ήλιου τη δύση,
το ροζ θα κλέψουν της αυγής,
κ ύστερα το λευκό της σιωπής.
Θα ξεβάψουν τα’ άλικα σου λόγια...
να κυλούν απ’ τ’ όμορφα σου χείλη
Δεν σκέφτηκες ποτέ σου αλήθεια,
πόσο με πονούν τα παραμύθια;
Ποτάμι άλικο σαν αίμα, κi αλμυρό
Σαν την γεύση των φιλιών σου,
το καλοκαίρι αυτό.
Πώς μπόρεσες στ’ αλήθεια
Μ’ άλικα λόγια να στηρίξεις
ελπίδες για χρόνια;
Να ζητάς την αγάπη περίσσια
Και να δίνεις μονάχα συνήθεια.
Τέρμα! Τέρμα τ’ άλικα σου ρουμπίνια
Που στολίζεις σαν Κροίσος στα στήθια
Απόπειρα φυγής της ενοχής.
Ποτέ, ποτέ δεν θα πιστέψω ξανά,
Στ’ άλικα λόγια, τη γεύση απ’ το δάκρυ
που έχουν, -ώ, πώς δεν είχα καταλάβει;
Ποτέ, ποτέ δεν θ’ αφήσω τ’ άλικα
του κήπου σου ρόδα να μπήξουν
στην καρδιά μου τ’ αγκάθια εκείνα.
Κι έπειτα θα ξεβάψουν σιγά-σιγά
τ’ άλικα σου λόγια,
κι αφού σκουρύνουν με τον καιρό στο μυαλό,
το πορφυρό θα πάρουν του μεσημεριού,
το πορτοκαλί θα δανειστούν απ’ του ήλιου τη δύση,
το ροζ θα κλέψουν της αυγής,
κ ύστερα το λευκό της σιωπής.
Θα ξεβάψουν τα’ άλικα σου λόγια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου