Πώς χώρεσαν όλα σε μιαν άνοιξη;
Κι εκεί που ήταν συνήθως τα καλοκαίρια μου κτητικά.
Μια στιγμή, κοίταζες πέρα το μπλε, χρυσοδάχτυλο ορίζοντα,
Ύστερα γύρναγες το βλέμμα-
κι έβλεπες το στρώμα σου να πλέει στα βαθιά.
Κάθε σου απλωτή και πιο μακριά.
Κάθε σου απλωτή και πιο ανώφελη.
Αυτή η ήρεμη παλινδρομική κίνηση απ' το κύμα,
Αυτό το καλοκαιρινό μελτέμι,
θα στα 'παιρνε όλα μακριά.
Τελικά.
Το 'ξερες πως θα συμβεί.
Μια στιγμή ν' αφεθείς στην ευτυχία,
Αρκεί.
Τέλος του Μάη τώρα.
Νιώθω σα συμπιεσμένη ρόδα.
Τρέχω και γυρίζω.
Νομίζω θα σκάσω από στιγμή σε στιγμή
Κι όλο αναρωτιέμαι :
Πώς χώρεσαν όλ' αυτά σε μιαν άνοιξη;
Χώρεσαν κι οι μεταμφιεσμένοι χειμώνες
Κάτι νύχτες ολόγιομες,
και 'κείνα τ' αναλφάβητα βράδια.
Χώρεσαν και τα κρουστά σου πόδια
και της κιθάρας οι σπασμένες χορδές.
Χώρεσαν κι οι μοναχικές καταιγίδες
κι οι νηνεμίες πριν τις συμφορές
κι όλα τα γιατί και τα σε θέλω
πρόφτασαν να χαράξουν, να ναυαγήσουν
και ν' αναγεννηθούν σ' άλλη στεριά.
Χώρεσαν και τα λιωμέν' απογεύματα,
μουσκεμένα παγκάκια ερωτικά,
νυχτικιές μελωδίες, συναντήσεις απρόσκλητες
ταξίδια μ' ανεμοδαρμένα μαλλιά,
τσιγάρα, τσιγάρα, τσιγάρα.
Και 'κει που ήταν η άνοιξη μου, συνήθως μονότονη
Στιγμές συνηθισμένες σ' ακολουθία τακτική
Μια στιγμή γύρισες το βλέμμα-
Στου ήλιου το μαξιλάρι λίγο πιο δεξιά.
Κάθε βήμα σου και πιο κοντά.
Κάθε βήμα σου, βαμμένο την αίγλη του έρωτα.
Αυτό το τράνταγμα στην κίνηση της ρόδας
Αυτό τ' αγέρι που φτερουγίζει στο πρόσωπο
Ήρθε, και τα 'φερε όλα.
Τελικά.
Τέλος του Μάη τώρα.
Νιώθω σαν μεθυσμένη χώρα.
Χορεύω και φωνάζω.
Νομίζω θα σκάσω από στιγμή σε στιγμή.
Κι όλο αναρωτιέμαι :
Πώς χώρεσαν όλ' αυτά σε μιαν άνοιξη;
αΘηνά.
Κι εκεί που ήταν συνήθως τα καλοκαίρια μου κτητικά.
Μια στιγμή, κοίταζες πέρα το μπλε, χρυσοδάχτυλο ορίζοντα,
Ύστερα γύρναγες το βλέμμα-
κι έβλεπες το στρώμα σου να πλέει στα βαθιά.
Κάθε σου απλωτή και πιο μακριά.
Κάθε σου απλωτή και πιο ανώφελη.
Αυτή η ήρεμη παλινδρομική κίνηση απ' το κύμα,
Αυτό το καλοκαιρινό μελτέμι,
θα στα 'παιρνε όλα μακριά.
Τελικά.
Το 'ξερες πως θα συμβεί.
Μια στιγμή ν' αφεθείς στην ευτυχία,
Αρκεί.
Τέλος του Μάη τώρα.
Νιώθω σα συμπιεσμένη ρόδα.
Τρέχω και γυρίζω.
Νομίζω θα σκάσω από στιγμή σε στιγμή
Κι όλο αναρωτιέμαι :
Πώς χώρεσαν όλ' αυτά σε μιαν άνοιξη;
Χώρεσαν κι οι μεταμφιεσμένοι χειμώνες
Κάτι νύχτες ολόγιομες,
και 'κείνα τ' αναλφάβητα βράδια.
Χώρεσαν και τα κρουστά σου πόδια
και της κιθάρας οι σπασμένες χορδές.
Χώρεσαν κι οι μοναχικές καταιγίδες
κι οι νηνεμίες πριν τις συμφορές
κι όλα τα γιατί και τα σε θέλω
πρόφτασαν να χαράξουν, να ναυαγήσουν
και ν' αναγεννηθούν σ' άλλη στεριά.
Χώρεσαν και τα λιωμέν' απογεύματα,
μουσκεμένα παγκάκια ερωτικά,
νυχτικιές μελωδίες, συναντήσεις απρόσκλητες
ταξίδια μ' ανεμοδαρμένα μαλλιά,
τσιγάρα, τσιγάρα, τσιγάρα.
Και 'κει που ήταν η άνοιξη μου, συνήθως μονότονη
Στιγμές συνηθισμένες σ' ακολουθία τακτική
Μια στιγμή γύρισες το βλέμμα-
Στου ήλιου το μαξιλάρι λίγο πιο δεξιά.
Κάθε βήμα σου και πιο κοντά.
Κάθε βήμα σου, βαμμένο την αίγλη του έρωτα.
Αυτό το τράνταγμα στην κίνηση της ρόδας
Αυτό τ' αγέρι που φτερουγίζει στο πρόσωπο
Ήρθε, και τα 'φερε όλα.
Τελικά.
Τέλος του Μάη τώρα.
Νιώθω σαν μεθυσμένη χώρα.
Χορεύω και φωνάζω.
Νομίζω θα σκάσω από στιγμή σε στιγμή.
Κι όλο αναρωτιέμαι :
Πώς χώρεσαν όλ' αυτά σε μιαν άνοιξη;
αΘηνά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου