[Ντύσε τη σιωπή σου με αυτό: Alexandre Desplat - River]
Κάθε μεσάνυχτα, ορίζω τη σκιά σου.
Είσαι ένα τρεμόπαιγμα στην ράχη της σελήνης,
ένα αργοπορημένο άστρο που αναδύεται
μέσ' από νύχτες εξαθλίωσης.
Είσαι μια νότα παράφορη, που δεν έχει ακόμα παιχτεί.
Στο στήθος σου σηκώνεις τον κόσμο.
Ξέχασες ν' ανάψεις το σκοτάδι.
Κάθε μεσάνυχτα, λεηλατώ το φως σου.
Είσαι μια σφαίρα πύρινη,
παράπλευρες απώλειες κοιμούνται
στα βλέφαρά σου.
Είσαι ένα ταξίδι στο ψηλότερο σημείο της Γης.
Επικίνδυνη όταν ονειρεύεσαι.
Στο στήθος σου κουρνιάζουν ψευδαισθήσεις.
Κάθε μεσάνυχτα, ξημερώνεις.
Είσαι σύγχυση από όνειρο πρωινό.
Μια κόκκινη κλωστή δεμένη στον καρπό.
Είσ' ένας ψίθυρος στ' απομεσήμερο.
Μια μελωδία από κουτί μουσικό,
που φοβάμαι ν' ανοίξω,
Είσαι δαχτυλίδια καπνού περασμένα στο δείκτη μου.
Προλαβαίνεις να ζήσεις άλλη μια νύχτα.
Κάτω από 'κείνο το χαλί κρύβω
τις στιγμές σου που αξιώθηκα.
Και κείνες τις μεθυσμένες ματιές
που μου εμπιστεύτηκες.
Σ' ένα κουτί σκονισμένο
κάτω απ' το κρεβάτι φυλάω
τα μεσημέρια μας,
η χρυσαφένια τους σκόνη
με κάνει να φτερνίζομαι,
όποτε τ' ανοίγω.
Κλείσε τα φώτα σου,
θα σου δείξω τον κόσμο.
Ένα πουλί φτερουγίζει την ανάσα σου.
Προλαβαίνεις να τελειώσεις ό,τι ξεκίνησες
ή να τ' αφήσεις μετέωρο
σαν βήμα.
Ν' ανέβεις τα νυσταγμένα χαμόγελα,
να στρίψεις στην γωνιά
απ' τ' άρωμα που ξεθυμαίνει.
Στα δεξιά σου θα 'ναι ένα παράθυρο.
Στάσου.
Από κεί θα σου δείξω τον κόσμο.
Γύρε τον λευκό λαιμό σου,
ρίξε τα μαλλιά σου στην όχθη του χειμώνα.
Κάνει παγωνιά στον κόσμο.
Να ντύνεσαι καλά σαν θα φεύγεις.
Ένας στεναγμός γυροφέρνει την άδεια σου θέση.
Κάθε μεσάνυχτα, μεγαλώνεις.
Γίνεσαι γυάλινη ηχώ στο πεθαμένο μου κεφάλι
κι ένα κομμάτι αυγής χαραγμένο.
Σεντόνια τσαλακωμένα σε σώματα υγρά.
Στα χέρια σου ημερεύεις το άγνωστο.
Γίνεσαι σπίτι βραδυνό με σκαλοπάτια λιγωμένα.
Ένα κελάρι γεμάτο διάφανες κινήσεις.
Κάθε μεσάνυχτα, στοιχειώνεις.
Γίνεσαι κύκνος πληγωμένος,
τραγουδάς για θάλασσες που δεν πρόφτασες.
Ένα ματωμένο χαμόγελο.
Μια σκιά σε τοίχο υψωμένο ανάμεσα σε δυο κορμιά,
μια ιδέα περασμένη,
ένας χάρτινος στίχος στη σκέψη μου.
Κάθε μεσάνυχτα επιστρέφεις.
Είσαι ένα φύλλο που χόρτασε να πέφτει.
Θα ταλαντεύεσαι σε κλαδιά γυμνά,
ένα εκκρεμές χειμέριου εθισμού.
Είσαι ένα απόγευμα βαμμένο λυκόφως,
ένας ήχος σιωπής.
Το θρόισμα π' ακούω σαν σβήνω τις άλλες αισθήσεις.
Γύρε τον φιλντισένιο σου λαιμό,
θέλω να σου δειξω τον κόσμο,
όχι αυτό που σου 'μαθαν.
Εκείνον που φοβήθηκες να ονειρευτείς.
Θα τρέξουμε στα θλιμμένα λιβάδια της στέρησης,
θα κόψουμε όλα τα ματωμένα ρόδα
του Δεκέμβρη.
Θ' απλώσουμε τη γλύκα της άνοιξης
Έξι μέρες πριν την νύχτα της πλήρωσης,
τη μικρότερη μέρα θα σ' αποχαιρετήσω.
Θα ζωγραφίσω ένα χρυσό χαμόγελο στο χέρι σου,
θα υψώσω τη σημαία της αλήθειας.
Ένα πουλί θα φτερουγίσει την ανάσα σου.
Κλείσε το παράθυρο.
Αυτά τα μεσάνυχτα, πλημμυρίζεις.
Γιορτάζει το κορμί σου την έκσταση του γυρισμού.
Επτά μεσημέρια καιρό απ' την απόφαση,
άναψε μια Μεγάλη Φωτιά,
κάψε τα λάθη της αδημονίας,
τη γύμνια του πρώιμου κόσμου.
Γίνε η ύστατη προσευχή από αίμα κρυστάλλινο.
Σε χείλια πυρωμένα θ' ανάψεις,
την μυρωδιά την πληγωμένη απ' το φιλί το άγονο.
Κι εκατομμύρια φώτα θα στεφανώσουν
το βλεμμάτινο σκοτάδι σου,
ο τοίχος σου θα γίνει έναστρη φλέβα φωτός,
θα ζωγραφίσει λίγο αξόδευτο ουρανό,
Χιλιάδες πουλιά θα φτερουγίσουν την ανάσα σου.
αΘηνά.
Κάθε μεσάνυχτα, ορίζω τη σκιά σου.
Είσαι ένα τρεμόπαιγμα στην ράχη της σελήνης,
ένα αργοπορημένο άστρο που αναδύεται
μέσ' από νύχτες εξαθλίωσης.
Είσαι μια νότα παράφορη, που δεν έχει ακόμα παιχτεί.
Στο στήθος σου σηκώνεις τον κόσμο.
Ξέχασες ν' ανάψεις το σκοτάδι.
Κάθε μεσάνυχτα, λεηλατώ το φως σου.
Είσαι μια σφαίρα πύρινη,
παράπλευρες απώλειες κοιμούνται
στα βλέφαρά σου.
Είσαι ένα ταξίδι στο ψηλότερο σημείο της Γης.
Επικίνδυνη όταν ονειρεύεσαι.
Στο στήθος σου κουρνιάζουν ψευδαισθήσεις.
Κάθε μεσάνυχτα, ξημερώνεις.
Είσαι σύγχυση από όνειρο πρωινό.
Μια κόκκινη κλωστή δεμένη στον καρπό.
Είσ' ένας ψίθυρος στ' απομεσήμερο.
Μια μελωδία από κουτί μουσικό,
που φοβάμαι ν' ανοίξω,
Είσαι δαχτυλίδια καπνού περασμένα στο δείκτη μου.
Προλαβαίνεις να ζήσεις άλλη μια νύχτα.
Κάτω από 'κείνο το χαλί κρύβω
τις στιγμές σου που αξιώθηκα.
Και κείνες τις μεθυσμένες ματιές
που μου εμπιστεύτηκες.
Σ' ένα κουτί σκονισμένο
κάτω απ' το κρεβάτι φυλάω
τα μεσημέρια μας,
η χρυσαφένια τους σκόνη
με κάνει να φτερνίζομαι,
όποτε τ' ανοίγω.
Κλείσε τα φώτα σου,
θα σου δείξω τον κόσμο.
Ένα πουλί φτερουγίζει την ανάσα σου.
Προλαβαίνεις να τελειώσεις ό,τι ξεκίνησες
ή να τ' αφήσεις μετέωρο
σαν βήμα.
Ν' ανέβεις τα νυσταγμένα χαμόγελα,
να στρίψεις στην γωνιά
απ' τ' άρωμα που ξεθυμαίνει.
Στα δεξιά σου θα 'ναι ένα παράθυρο.
Στάσου.
Από κεί θα σου δείξω τον κόσμο.
Γύρε τον λευκό λαιμό σου,
ρίξε τα μαλλιά σου στην όχθη του χειμώνα.
Κάνει παγωνιά στον κόσμο.
Να ντύνεσαι καλά σαν θα φεύγεις.
Ένας στεναγμός γυροφέρνει την άδεια σου θέση.
Κάθε μεσάνυχτα, μεγαλώνεις.
Γίνεσαι γυάλινη ηχώ στο πεθαμένο μου κεφάλι
κι ένα κομμάτι αυγής χαραγμένο.
Σεντόνια τσαλακωμένα σε σώματα υγρά.
Στα χέρια σου ημερεύεις το άγνωστο.
Γίνεσαι σπίτι βραδυνό με σκαλοπάτια λιγωμένα.
Ένα κελάρι γεμάτο διάφανες κινήσεις.
Κάθε μεσάνυχτα, στοιχειώνεις.
Γίνεσαι κύκνος πληγωμένος,
τραγουδάς για θάλασσες που δεν πρόφτασες.
Ένα ματωμένο χαμόγελο.
Μια σκιά σε τοίχο υψωμένο ανάμεσα σε δυο κορμιά,
μια ιδέα περασμένη,
ένας χάρτινος στίχος στη σκέψη μου.
Κάθε μεσάνυχτα επιστρέφεις.
Είσαι ένα φύλλο που χόρτασε να πέφτει.
Θα ταλαντεύεσαι σε κλαδιά γυμνά,
ένα εκκρεμές χειμέριου εθισμού.
Είσαι ένα απόγευμα βαμμένο λυκόφως,
ένας ήχος σιωπής.
Το θρόισμα π' ακούω σαν σβήνω τις άλλες αισθήσεις.
Γύρε τον φιλντισένιο σου λαιμό,
θέλω να σου δειξω τον κόσμο,
όχι αυτό που σου 'μαθαν.
Εκείνον που φοβήθηκες να ονειρευτείς.
Θα τρέξουμε στα θλιμμένα λιβάδια της στέρησης,
θα κόψουμε όλα τα ματωμένα ρόδα
του Δεκέμβρη.
Θ' απλώσουμε τη γλύκα της άνοιξης
Έξι μέρες πριν την νύχτα της πλήρωσης,
τη μικρότερη μέρα θα σ' αποχαιρετήσω.
Θα ζωγραφίσω ένα χρυσό χαμόγελο στο χέρι σου,
θα υψώσω τη σημαία της αλήθειας.
Ένα πουλί θα φτερουγίσει την ανάσα σου.
Κλείσε το παράθυρο.
Αυτά τα μεσάνυχτα, πλημμυρίζεις.
Γιορτάζει το κορμί σου την έκσταση του γυρισμού.
Επτά μεσημέρια καιρό απ' την απόφαση,
άναψε μια Μεγάλη Φωτιά,
κάψε τα λάθη της αδημονίας,
τη γύμνια του πρώιμου κόσμου.
Γίνε η ύστατη προσευχή από αίμα κρυστάλλινο.
Σε χείλια πυρωμένα θ' ανάψεις,
την μυρωδιά την πληγωμένη απ' το φιλί το άγονο.
Κι εκατομμύρια φώτα θα στεφανώσουν
το βλεμμάτινο σκοτάδι σου,
ο τοίχος σου θα γίνει έναστρη φλέβα φωτός,
θα ζωγραφίσει λίγο αξόδευτο ουρανό,
Χιλιάδες πουλιά θα φτερουγίσουν την ανάσα σου.
αΘηνά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου