Ντύσε τη σιωπή σου μ' αυτό : Kat Frankie - Happy
Στεκόταν εκεί, ακουμπισμένος και κοίταζε το δρόμο. Ή τον ουρανό.
Απ’ το ανοιχτό παράθυρο μαζί με το δροσερό αεράκι που πλημμύριζε το δωμάτιο, ακούγονταν και πειραγμένες εξατμίσεις που ξερνούσαν καυσαέριο, και κάθε τόσο φοιτητοπαρέες που επέστρεφαν από κάποιο ακόμα ξενύχτι. Τα γέλια, οι φωνές και τα φάλτσα τους γέμιζαν το δωμάτιο για λίγο, κι ύστερα αργόσβηναν κάτω απ’ το λιγοστό φως του δρόμου.
Και τότε ήταν, σ’ αυτές τις ελάχιστες παύσεις, που μπορούσες ν’ ακούσεις κάπου στο βάθος, τη βουή της πόλης. Καθολική κι ατέρμονη, απούσα και παρούσα ταυτόχρονα, συνεχώς εκεί, είτε την άκουγες είτε όχι, είτε την σκέπαζαν οι άλλοι γειτονικοί, εφήμεροι ήχοι, ήταν εκεί για να σου θυμίζει πως είσαι ένας, ανάμεσα σε τόσους πολλούς, και πως βρίσκεσαι σ’ ένα τόσο μικρό σημείο, ενώ υπάρχουν τόσα άλλα που με το υπόκωφο βουητό τους σε καλούν να τα εξερευνήσεις. Το βουητό, ήταν το κάλεσμα της πόλης.
Κι ήταν ίδιο με την λάμψη της, δεν την βλέπεις συχνά κι όμως είναι πάντα εκεί, κρυμμένη στα πιο παράξενα σημεία.
Κάτω απ’ το φως ενός λαμπτήρα στο Πανεπιστήμιο, την μεταιχμιακή ώρα που κανείς άλλος δεν είναι ‘κει, παρά μόνο εσύ. Κι ο λαμπτήρας.
Στο λεκιασμένο ημίφως ενός σκοτεινού, ξεχασμένου δρόμου στο Μοναστηράκι.
Στην βρώμικη μα μυστηριακή Ευριπίδου με τη μυρωδιά απ’ τα μπαχαρικά που σου τριβελίζει τα ρουθούνια και σε μεταφέρει μαγικά σε κάποιο ανατολίτικο σοκάκι.
Εκεί που η Δύση με την Ανατολή περιπλέκονται και φτιάχνουν την ακαθόριστη λάμψη του παρελθόντος της πόλης.
Στο Θησείο, εκεί όπου η σιωπηλή Ιστορία σε παρακολουθεί σε κάθε σου βήμα, βιώνεις καμιά φορά την λάμψη της Αθήνας σ’ όλο της το μεγαλείο, ή και στο Σύνταγμα αργά το βράδυ, ή νωρίς το πρωί.
Έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι που ήταν ακουμπισμένο στο περβάζι του παραθύρου και στράφηκε προς το μέρος της.
“Αλλόκοτη βραδιά…” ψέλλισε.
“Οικεία κι αλλόκοτη ταυτόχρονα”.
Ακούστηκε περισσότερο σαν διαπίστωση παρά σαν έναυσμα για κουβέντα.
Κάπνισε μια βαθιά ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του, κι ετσι όπως μισόκλεινε τα μάτια στο μισοσκόταδο, κι όπως έπεφτε το φως του δρόμου στα μαύρα του μαλλιά φαινόταν ακριβώς όπως αυτό που μόλις είχε πει, αλλόκοτος και οικείος. Απόμακρος και τόσο γνώριμος. Αυτή η βραδιά ήταν σαν εκείνον. Γι’ αυτό ήταν τόσο μυστηριακή, γι’ αυτό της ασκούσε τέτοια έλξη. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τον είδε.
Κάπνιζε πάλι όπως και τώρα, κάπου στη Βαλτετσίου. Φαινόταν σαν να περίμενε κάτι, αλλά και σαν να βαριόταν αφόρητα κι έτσι όπως μισόκλεινε τα μάτια κι έφερνε το τσιγάρο στο στόμα, η Άννα νόμισε πως τον ερωτεύτηκε…
Τα χέρια κι ο καρπός του ήταν ντελικάτα, αλλά όχι λεπτεπίλεπτα, τα μάτια του σπίθιζαν και γυάλιζαν στο σκοτάδι.
Παρόλα αυτά φαινόταν σοβαρός. Κι ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της. Δεν ήταν σοβαρή. Κι ούτε είχε και πολύ καλή γνώμη γι’ αυτούς που διατείνονταν πως είναι.
Η βαθιά της σύνδεση με το “Μικρό Πρίγκιπα” την είχε πείσει πως πράγματι οι σοβαροί τύποι, είναι στην πραγματικότητα μανιτάρια.
Και τότε ένιωσε μια κόντρα γι’ αυτόν το σοβαρό τύπο που μόλις είχε ερωτευτεί. Μάλλον.
“Δεν είναι ; Άννα ;”
Την ρώτησε ξαφνικά ενώ είχε σταυρώσει τα χέρια του και την κοίταζε διαπεραστικά. Τελικά είχε καταλάβει λάθος, ήταν έναυσμα για συζήτηση, ο Άλκης ήθελε πράγματι να συζητήσουν γι’ αυτή την βραδιά που τόσο του έμοιαζε. Η Άννα σχεδόν ξεσπάστηκε και οι προηγούμενες σκέψεις της γλίστρησαν μεμιάς έξω απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο.
“Είναι…” ψέλλισε για να κρύψει την ταραχή της.
“Τί έχεις ;”
“Αφαιρέθηκα…” είπε με ειλικρίνεια στη φωνή της.
“Θυμάμαι την βραδιά που σε πρωτοείδα στα Εξάρχεια…” είπε κι άρχισε ασυναίσθητα να πειράζει το τελείωμα της φθαρμένης του μπλούζας.
Η Άννα ταράχτηκε κι άλλο, τί συνέβαινε ; Μπορούσε ξαφνικά να διαβάσει τις σκέψεις της ; Αυτή η βραδιά παραήταν αλλόκοτη.
Άργησε λίγο ν’ απαντήσει, χρειαζόταν χρόνο ν’ανασυγκροτήσει τις σκέψεις της. “Έτυχε” έλεγε στον εαυτό της, “έτυχε”.
“Α, ναι ; Τη θυμάσαι ;” είχε μια ελαφρά ειρωνία στον τόνο της, έτσι κι αλλιώς ο Άλκης δεν θυμόταν ποτέ τίποτε.
Τίποτε που να ‘χει να κάνει με κείνους τους δύο.
“Γίνεται να την ξεχάσω Άννα ;” τη ρώτησε ξανά με νοσταλγικό ύφος, “Γίνεται” σκέφτηκε εκείνη μα δε το ‘πε. Έδειχνε να μην έχει αντιληφθεί τη λεπτή ειρωνεία στη φωνή της, ή μήπως την είχε απλά προσπεράσει ; Δεν θα ‘χε όρεξη για καυγάδες όπως κάθε φορά.
Κι ο Άλκης συνέχισε το νοσταλγικό του λογύδριο. Είχε πάρει ύφος ποιητή, ένα ύφος που καθόλου δεν ταίριαζε σε κείνο το σοβαρό του προφίλ που σκεφτόταν η Άννα λίγα λεπτά πριν.
“Φαινόσουν αέρινη…φευγάτη, με κοίταξες για λίγο και τα μάτια σου έλαμψαν για μια στιγμή, νόμισα πως χαμογέλασες, μα όταν σε ξανακοίταξα ειχες μια έκφραση παράξενη, σχεδόν εχθρική… Ξαφνικά έτσι όπως ήμουν καθισμένος ένιωσα μικρός, ένιωσα ανασφάλεια… Αποδοκιμασία. Αυτό είδα στο πρόσωπό σου, Άννα. Είναι πράγματι έτσι ;”
“Δεν θυμάμαι Άλκη” η Άννα απάντησε βιαστικά. Και είπε ψέμματα. Δεν ήξερε γιατί, μα ήταν το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό.
Ξαφνικά ο Άλκης τη ρωτούσε για κείνη την πρώτη φορά, τη στιγμή μάλιστα που εκείνη σκεφτόταν το ίδιο ακριβώς πράγμα, για πρώτη φορά εμπαινε στο μυαλό του. Για πρώτη φορά τόσο καιρό, της ανοιγόταν κι είχε ύφος εξομολογητικό. Κι όμως κάτι την ενοχλούσε, κάτι την ώθησε να μπει σε θέση άμυνας, να μην πει αυτά που σκεφτόταν, αυτά που σκέφτηκε τότε.
“Μάλλον δεν σου έκανε την ίδια εντύπωση…” είπε ο Άλκης με μια κάποια πικρία κι ίσως ενα ελαφρύ πικάρισμα στη φωνή.
Το γελοίο συμπέρασμα του την εκνεύρισε. Η Άννα παρέμεινε ανέκφραστη καθισμένη στο κρεβάτι, κι ένιωθε τους ώμους της ριγμένους στο σώμα της. Σκέφτηκε πως η στάση που είχε εκείνη τη στιγμή δεν πρέπει να την κολάκευε καθόλου κι έτσι ακαριαία ίσιωσε τον κορμό της. Ο Άλκης διέκρινε την κίνησή της, αλλά δεν άλλαξε στάση, ίσως να ήθελε να την πλησιάσει αλλά δεν το έκανε. Ίσως να καταλάβαινε πως η στάση της δεν ήταν και πολύ φιλική.
“Γιατί συζητάμε τώρα γι’ αυτό Άλκη ;” είπε κάπως πειραγμένα “Θέλω να πω…” βιάστηκε να συμπληρώσει, αισθάνθηκε πως οι λέξεις δεν αρκούσαν για το νόημα που ήθελε να δώσει, “…Είναι τόσα άλλα που θα ‘πρεπε να πούμε…”, ο Άλκης είχε αρχίσει να πλησιάζει προς το μέρος της, στην άκρη του κρεβατιού, αμφιταλαντευόταν όμως, δεν ήξερε αν θα ήταν καλύτερα να καθίσει δίπλα της ή όχι.
“Από κάπου θα ‘πρεπει ν’ αρχίσουμε ρε Άννα, έτσι δεν είναι ;” σχεδόν τη διέκοψε και τελικά κάθισε δίπλα της, τα χέρια του κρέμονταν στο πλάι κι ήταν φανερό πως ήθελε να την αγγίξει μα φοβόταν να κάνει την σκέψη του πράξη.
“Δεν χρειάζεται ν’ αρχίζεις πάντα απ’ την αρχή Άλκη, γιατί πάντα δυσκολεύεσαι να το καταλάβεις αυτό ;” η φωνή της έβγαζε αγανάκτηση τώρα. Ο Άλκης μαζέυτηκε.
“Προσπαθώ Άννα…” είπε ήρεμα.
Η Άννα παρέμεινε ακίνητη, κοίταζε το πάτωμα, μια λάμψη απ’ τη λάμπα του δρόμου παιχνίδιζε στο πλακάκι. Απορροφήθηκε να την κοιτάζει ώσπου ο Άλκης αναστέναξε.
Γύρισε και τον κοίταξε “Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις Άλκη…”
“Είναι αργά ;” τη ρώτησε απογοητευμένος, στη φωνή του δεν υπήρχε ούτε το παραμικρό απομεινάρι ελπίδας.
“Υποθέτω πως ναι”, η Άννα κατέβαλε προσπάθεια για να του απαντήσει με σταθερή φωνή, κι ο Άλκης σηκώθηκε πήρε τα κλειδιά του απ’ το τραπέζι, το τζάκετ του απ’ το κρεμαστάρι της πόρτας και γύρισε προς την Άννα. Την κοίταξε για λίγο, την πλησίασε έπειτα, της έδωσε ένα δυνατό φιλί στο μέτωπο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στην νύχτα.
Η Άννα δεν κουνήθηκε απ’ την θέση της, δεν αντέδρασε σε καμία απ’ τις κινήσεις του Άλκη, δεν προσπάθησε να τον σταματήσει. Δεν έκλαψε.
Μέσα στο κεφάλι της υπήρχαν τόσα που ήθελε να του πει, κάποια που ίσως να ‘θελε να του τα φωνάξει ώστε να τ’ ακούσει την ώρα που θα κατέβαινε τις σκάλες της πολυκατοικίας της, για τελευταία φορά, όμως δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να γυρίσει πίσω, αν προτιμούσε ο Άλκης να είχε επιμείνει περισσότερο, αν ήθελε πράγματι να του φωνάξει και να του πει αυτά που είχε στο κεφάλι της. Ήξερε παρόλη την σύγχυση στο κεφάλι της πως έκανε το σωστό. Το σωστό για κείνη ; Το σωστό γενικά ; Αυτό δεν τον ‘ξερε. Μα είχε την αίσθηση πως έτσι έπρεπε να πράξει. Και σώπασε.
Έμεινε εκεί ακίνητη.
Τα δάκρυα που η Άννα δεν άφησε να τρέξουν στα μάγουλά της, οι σκέψεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ, πίεζαν τους κροτάφους της με δύναμη ανυπέρβλητη.
Κι όταν σιγουρεύτηκε πως ο Άλκης θα είχε ανέβει στη μηχανή του και θα βρισκόταν πια αρκετά μακριά, αφουγκράστηκε για λίγο τη βουή της πόλης που ορμούσε στο σιωπηλό δωμάτιο εκείνη τη στιγμή, πήρε τα κλειδιά της απ’ το τραπέζι, ξεκρέμασε τη ζακέτα της απ’ το κρεμαστάρι της πόρτας και βγήκε στη νύχτα της Αθήνας.
αΘηνά.
Στεκόταν εκεί, ακουμπισμένος και κοίταζε το δρόμο. Ή τον ουρανό.
Απ’ το ανοιχτό παράθυρο μαζί με το δροσερό αεράκι που πλημμύριζε το δωμάτιο, ακούγονταν και πειραγμένες εξατμίσεις που ξερνούσαν καυσαέριο, και κάθε τόσο φοιτητοπαρέες που επέστρεφαν από κάποιο ακόμα ξενύχτι. Τα γέλια, οι φωνές και τα φάλτσα τους γέμιζαν το δωμάτιο για λίγο, κι ύστερα αργόσβηναν κάτω απ’ το λιγοστό φως του δρόμου.
Και τότε ήταν, σ’ αυτές τις ελάχιστες παύσεις, που μπορούσες ν’ ακούσεις κάπου στο βάθος, τη βουή της πόλης. Καθολική κι ατέρμονη, απούσα και παρούσα ταυτόχρονα, συνεχώς εκεί, είτε την άκουγες είτε όχι, είτε την σκέπαζαν οι άλλοι γειτονικοί, εφήμεροι ήχοι, ήταν εκεί για να σου θυμίζει πως είσαι ένας, ανάμεσα σε τόσους πολλούς, και πως βρίσκεσαι σ’ ένα τόσο μικρό σημείο, ενώ υπάρχουν τόσα άλλα που με το υπόκωφο βουητό τους σε καλούν να τα εξερευνήσεις. Το βουητό, ήταν το κάλεσμα της πόλης.
Κι ήταν ίδιο με την λάμψη της, δεν την βλέπεις συχνά κι όμως είναι πάντα εκεί, κρυμμένη στα πιο παράξενα σημεία.
Κάτω απ’ το φως ενός λαμπτήρα στο Πανεπιστήμιο, την μεταιχμιακή ώρα που κανείς άλλος δεν είναι ‘κει, παρά μόνο εσύ. Κι ο λαμπτήρας.
Στο λεκιασμένο ημίφως ενός σκοτεινού, ξεχασμένου δρόμου στο Μοναστηράκι.
Στην βρώμικη μα μυστηριακή Ευριπίδου με τη μυρωδιά απ’ τα μπαχαρικά που σου τριβελίζει τα ρουθούνια και σε μεταφέρει μαγικά σε κάποιο ανατολίτικο σοκάκι.
Εκεί που η Δύση με την Ανατολή περιπλέκονται και φτιάχνουν την ακαθόριστη λάμψη του παρελθόντος της πόλης.
Στο Θησείο, εκεί όπου η σιωπηλή Ιστορία σε παρακολουθεί σε κάθε σου βήμα, βιώνεις καμιά φορά την λάμψη της Αθήνας σ’ όλο της το μεγαλείο, ή και στο Σύνταγμα αργά το βράδυ, ή νωρίς το πρωί.
Έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι που ήταν ακουμπισμένο στο περβάζι του παραθύρου και στράφηκε προς το μέρος της.
“Αλλόκοτη βραδιά…” ψέλλισε.
“Οικεία κι αλλόκοτη ταυτόχρονα”.
Ακούστηκε περισσότερο σαν διαπίστωση παρά σαν έναυσμα για κουβέντα.
Κάπνισε μια βαθιά ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του, κι ετσι όπως μισόκλεινε τα μάτια στο μισοσκόταδο, κι όπως έπεφτε το φως του δρόμου στα μαύρα του μαλλιά φαινόταν ακριβώς όπως αυτό που μόλις είχε πει, αλλόκοτος και οικείος. Απόμακρος και τόσο γνώριμος. Αυτή η βραδιά ήταν σαν εκείνον. Γι’ αυτό ήταν τόσο μυστηριακή, γι’ αυτό της ασκούσε τέτοια έλξη. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τον είδε.
Κάπνιζε πάλι όπως και τώρα, κάπου στη Βαλτετσίου. Φαινόταν σαν να περίμενε κάτι, αλλά και σαν να βαριόταν αφόρητα κι έτσι όπως μισόκλεινε τα μάτια κι έφερνε το τσιγάρο στο στόμα, η Άννα νόμισε πως τον ερωτεύτηκε…
Τα χέρια κι ο καρπός του ήταν ντελικάτα, αλλά όχι λεπτεπίλεπτα, τα μάτια του σπίθιζαν και γυάλιζαν στο σκοτάδι.
Παρόλα αυτά φαινόταν σοβαρός. Κι ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της. Δεν ήταν σοβαρή. Κι ούτε είχε και πολύ καλή γνώμη γι’ αυτούς που διατείνονταν πως είναι.
Η βαθιά της σύνδεση με το “Μικρό Πρίγκιπα” την είχε πείσει πως πράγματι οι σοβαροί τύποι, είναι στην πραγματικότητα μανιτάρια.
Και τότε ένιωσε μια κόντρα γι’ αυτόν το σοβαρό τύπο που μόλις είχε ερωτευτεί. Μάλλον.
“Δεν είναι ; Άννα ;”
Την ρώτησε ξαφνικά ενώ είχε σταυρώσει τα χέρια του και την κοίταζε διαπεραστικά. Τελικά είχε καταλάβει λάθος, ήταν έναυσμα για συζήτηση, ο Άλκης ήθελε πράγματι να συζητήσουν γι’ αυτή την βραδιά που τόσο του έμοιαζε. Η Άννα σχεδόν ξεσπάστηκε και οι προηγούμενες σκέψεις της γλίστρησαν μεμιάς έξω απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο.
“Είναι…” ψέλλισε για να κρύψει την ταραχή της.
“Τί έχεις ;”
“Αφαιρέθηκα…” είπε με ειλικρίνεια στη φωνή της.
“Θυμάμαι την βραδιά που σε πρωτοείδα στα Εξάρχεια…” είπε κι άρχισε ασυναίσθητα να πειράζει το τελείωμα της φθαρμένης του μπλούζας.
Η Άννα ταράχτηκε κι άλλο, τί συνέβαινε ; Μπορούσε ξαφνικά να διαβάσει τις σκέψεις της ; Αυτή η βραδιά παραήταν αλλόκοτη.
Άργησε λίγο ν’ απαντήσει, χρειαζόταν χρόνο ν’ανασυγκροτήσει τις σκέψεις της. “Έτυχε” έλεγε στον εαυτό της, “έτυχε”.
“Α, ναι ; Τη θυμάσαι ;” είχε μια ελαφρά ειρωνία στον τόνο της, έτσι κι αλλιώς ο Άλκης δεν θυμόταν ποτέ τίποτε.
Τίποτε που να ‘χει να κάνει με κείνους τους δύο.
“Γίνεται να την ξεχάσω Άννα ;” τη ρώτησε ξανά με νοσταλγικό ύφος, “Γίνεται” σκέφτηκε εκείνη μα δε το ‘πε. Έδειχνε να μην έχει αντιληφθεί τη λεπτή ειρωνεία στη φωνή της, ή μήπως την είχε απλά προσπεράσει ; Δεν θα ‘χε όρεξη για καυγάδες όπως κάθε φορά.
Κι ο Άλκης συνέχισε το νοσταλγικό του λογύδριο. Είχε πάρει ύφος ποιητή, ένα ύφος που καθόλου δεν ταίριαζε σε κείνο το σοβαρό του προφίλ που σκεφτόταν η Άννα λίγα λεπτά πριν.
“Φαινόσουν αέρινη…φευγάτη, με κοίταξες για λίγο και τα μάτια σου έλαμψαν για μια στιγμή, νόμισα πως χαμογέλασες, μα όταν σε ξανακοίταξα ειχες μια έκφραση παράξενη, σχεδόν εχθρική… Ξαφνικά έτσι όπως ήμουν καθισμένος ένιωσα μικρός, ένιωσα ανασφάλεια… Αποδοκιμασία. Αυτό είδα στο πρόσωπό σου, Άννα. Είναι πράγματι έτσι ;”
“Δεν θυμάμαι Άλκη” η Άννα απάντησε βιαστικά. Και είπε ψέμματα. Δεν ήξερε γιατί, μα ήταν το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό.
Ξαφνικά ο Άλκης τη ρωτούσε για κείνη την πρώτη φορά, τη στιγμή μάλιστα που εκείνη σκεφτόταν το ίδιο ακριβώς πράγμα, για πρώτη φορά εμπαινε στο μυαλό του. Για πρώτη φορά τόσο καιρό, της ανοιγόταν κι είχε ύφος εξομολογητικό. Κι όμως κάτι την ενοχλούσε, κάτι την ώθησε να μπει σε θέση άμυνας, να μην πει αυτά που σκεφτόταν, αυτά που σκέφτηκε τότε.
“Μάλλον δεν σου έκανε την ίδια εντύπωση…” είπε ο Άλκης με μια κάποια πικρία κι ίσως ενα ελαφρύ πικάρισμα στη φωνή.
Το γελοίο συμπέρασμα του την εκνεύρισε. Η Άννα παρέμεινε ανέκφραστη καθισμένη στο κρεβάτι, κι ένιωθε τους ώμους της ριγμένους στο σώμα της. Σκέφτηκε πως η στάση που είχε εκείνη τη στιγμή δεν πρέπει να την κολάκευε καθόλου κι έτσι ακαριαία ίσιωσε τον κορμό της. Ο Άλκης διέκρινε την κίνησή της, αλλά δεν άλλαξε στάση, ίσως να ήθελε να την πλησιάσει αλλά δεν το έκανε. Ίσως να καταλάβαινε πως η στάση της δεν ήταν και πολύ φιλική.
“Γιατί συζητάμε τώρα γι’ αυτό Άλκη ;” είπε κάπως πειραγμένα “Θέλω να πω…” βιάστηκε να συμπληρώσει, αισθάνθηκε πως οι λέξεις δεν αρκούσαν για το νόημα που ήθελε να δώσει, “…Είναι τόσα άλλα που θα ‘πρεπε να πούμε…”, ο Άλκης είχε αρχίσει να πλησιάζει προς το μέρος της, στην άκρη του κρεβατιού, αμφιταλαντευόταν όμως, δεν ήξερε αν θα ήταν καλύτερα να καθίσει δίπλα της ή όχι.
“Από κάπου θα ‘πρεπει ν’ αρχίσουμε ρε Άννα, έτσι δεν είναι ;” σχεδόν τη διέκοψε και τελικά κάθισε δίπλα της, τα χέρια του κρέμονταν στο πλάι κι ήταν φανερό πως ήθελε να την αγγίξει μα φοβόταν να κάνει την σκέψη του πράξη.
“Δεν χρειάζεται ν’ αρχίζεις πάντα απ’ την αρχή Άλκη, γιατί πάντα δυσκολεύεσαι να το καταλάβεις αυτό ;” η φωνή της έβγαζε αγανάκτηση τώρα. Ο Άλκης μαζέυτηκε.
“Προσπαθώ Άννα…” είπε ήρεμα.
Η Άννα παρέμεινε ακίνητη, κοίταζε το πάτωμα, μια λάμψη απ’ τη λάμπα του δρόμου παιχνίδιζε στο πλακάκι. Απορροφήθηκε να την κοιτάζει ώσπου ο Άλκης αναστέναξε.
Γύρισε και τον κοίταξε “Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις Άλκη…”
“Είναι αργά ;” τη ρώτησε απογοητευμένος, στη φωνή του δεν υπήρχε ούτε το παραμικρό απομεινάρι ελπίδας.
“Υποθέτω πως ναι”, η Άννα κατέβαλε προσπάθεια για να του απαντήσει με σταθερή φωνή, κι ο Άλκης σηκώθηκε πήρε τα κλειδιά του απ’ το τραπέζι, το τζάκετ του απ’ το κρεμαστάρι της πόρτας και γύρισε προς την Άννα. Την κοίταξε για λίγο, την πλησίασε έπειτα, της έδωσε ένα δυνατό φιλί στο μέτωπο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στην νύχτα.
Η Άννα δεν κουνήθηκε απ’ την θέση της, δεν αντέδρασε σε καμία απ’ τις κινήσεις του Άλκη, δεν προσπάθησε να τον σταματήσει. Δεν έκλαψε.
Μέσα στο κεφάλι της υπήρχαν τόσα που ήθελε να του πει, κάποια που ίσως να ‘θελε να του τα φωνάξει ώστε να τ’ ακούσει την ώρα που θα κατέβαινε τις σκάλες της πολυκατοικίας της, για τελευταία φορά, όμως δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να γυρίσει πίσω, αν προτιμούσε ο Άλκης να είχε επιμείνει περισσότερο, αν ήθελε πράγματι να του φωνάξει και να του πει αυτά που είχε στο κεφάλι της. Ήξερε παρόλη την σύγχυση στο κεφάλι της πως έκανε το σωστό. Το σωστό για κείνη ; Το σωστό γενικά ; Αυτό δεν τον ‘ξερε. Μα είχε την αίσθηση πως έτσι έπρεπε να πράξει. Και σώπασε.
Έμεινε εκεί ακίνητη.
Τα δάκρυα που η Άννα δεν άφησε να τρέξουν στα μάγουλά της, οι σκέψεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ, πίεζαν τους κροτάφους της με δύναμη ανυπέρβλητη.
Κι όταν σιγουρεύτηκε πως ο Άλκης θα είχε ανέβει στη μηχανή του και θα βρισκόταν πια αρκετά μακριά, αφουγκράστηκε για λίγο τη βουή της πόλης που ορμούσε στο σιωπηλό δωμάτιο εκείνη τη στιγμή, πήρε τα κλειδιά της απ’ το τραπέζι, ξεκρέμασε τη ζακέτα της απ’ το κρεμαστάρι της πόρτας και βγήκε στη νύχτα της Αθήνας.
αΘηνά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου