Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Ο νους

Την είδα την άχλη την ονειρική
απλώνονταν σαν πέπλο αραχνούφαντο
πάνω απ' το κορμί της θάλασσας
σαν να 'ταν νύμφη
κ αυτ'η στεκόταν ακίνητη σαν παγωμένη
κάτω απ' το βαρύ της πέπλο
και στο βάθος δεν έβλεπες,
δεν εβλεπες κ δεν ήξερες
-γιατί ο άνθρωπος μόνο ότι βλέπει γνωρίζει-
μπορείς όμως να φανταστείς...

Μπορείς να πλάσεις καράβια κ πειρατές στο βάθος,
τέρατα θαλάσσια, γοργόνες κ χρυσάφια-
χαμένους θησαυρούς και μαργαριτάρια
της κόρης με το πέπλο, τον λαιμό να στολίσουν
την αγάπη της, την εφήμερη να κλέψουν
-δεν φτάνουν όμως οι πέρλες, την αγάπη να κρατήσουν-
τ' όνειρο της κόρης με το πέπλο ριγμένο στο κορμί
θα χαθεί σαν ο κρότος, το χαστούκι, σαν απόηχος κύματος
ανταριασμένου στον βράχο θα χτυπήσει
κ τότε θα κοπεί το σκοινί που τις πολύτιμες χάντρες συγκρατεί
και θα χυθεί η οργή, στο δωμάτιο θα ξεμπλάσει
με το τακ-τακ στο ξυλένιο πάτωμα,
σαν του ρολογιού το συνεχόμενο μαρτύριο
θα τρελαθεί κ ύστερα καθώς το τικ-τακ του θ' αποκάμει
θα σταματήσει ο χρόνος.
-Αυτή ειν' η τιμωρία-

Κι είναι βαρειά η τιμωρία.
Γιατί όταν ο χρόνος σταματά κ στο κενό βυθίζεσαι
είναι σαν να πνίγεσαι, λένε,
σαν να πνίγεσαι στην άχλη αυτή την ονειρική
σαν ιστός από αράχνες τυλίγεται γύρω σου
και όταν η τελευταία σου στιγμή πλησιάζει κ βλέπεις
το τέλος πια να σου κουνά το μαντήλι
όταν αφήνεσαι πιά κ πάυεις τις αράχνες να παλεύεις
το επώδυνο σου τέλος σταματά.-
Βλέπεις όλη τη φρικιαστικά βαρετή ζωή σου, να περνά,
απ' τα μάτια σου μπροστά λένε, κ ύστερα νερό,
μόνο νερό κ έπειτα κενό.
............................................................

Και σαν τα μάτια σου ανοίγεις κ τον εαυτό σου νεκρό
θεωρείς βλέπεις το ρολόι
να χτυπά κ να σου παίρνει τ' αυτιά.
Τ' ακούς διπλό κ τριπλό σαν έχουν γεμίσει τ΄αυτιά σου
νερό κ αράχνες, διαπεραστικός ο ήχος σε ξαγρυπνά
δεν σ' αφήνει αποκαμωμένη να κλείσεις τα μάτια να παραδοθείς.
Αφού πέθανες..Έτσι δεν έιναι ; Το έιχες δεί. Ήταν το τέλος.
Ή μήπως όχι ;

Κι αναρωτιέσαι έπειτα στην κόλαση μήπως βρίσκεσαι,
ψάχνεις τον δρόμο των καλών προθέσεων
-ένα σημάδι να ξεχωρίσεις πως τιμωρείσαι-
μα τίποτα, μόνο το ρολόι στην άδεια σου διάσταση
γεμίζει με χρόνο άχρηστο το δωμάτιο.
Τρελένεσαι καθώς βλέπεις τα δευτερόλεπτα.
Τα λεπτά.
Τις ώρες.
Να ξεπηδούν κ τ' οξυγόνο σου να σφετερίζονται στ' άδειο δωμάτιο,
Νομίζεις τώρα πως θα σκάσεις, σαν εγωιστικά φυτά οι ώρες, τα λεπτά
σου κλέβουν τ' οξυγόνο κ πάλι νιώθεις να σβήνεις
πέφτεις σ' ένα ατέρμονο λήθαργο βυθίζεσαι ξανά,
κ αράχνες τυλίγουν πάλι το μυαλό σου
-κ ποιά τραγική ειρωνεία- ;
Σου φαίνονται οικείες τώρα,
προκλητικά γνωστές-δικές
μέχρι που τ' άγγιγμα τους σου μοιάζει σχεδόν μητρικό
κ τότε καταλαβαίνεις πως είσαι απελπισμένη

Κι αρχίζεις να ουρλιάζεις να σκίζεις τους λευκούς ιστούς,
αποφασισμένη να μην σε νικήσουν ένα μάτσο αράχνες,
μα η κραυγή σου σαν βγαινει απ' το στόμα σου αιωρείται
πάνω απ' το κεφάλι σου σαν σβησμένο φως λαμπτήρα
και τα χέρια σου δεν σκίζουν στ' αλήθεια τους ιστούς
μα μπλέκονται σ' αυτους κ δεν μπορείς να τα διακρίνεις πιά
Κουράζεσαι στο τέλος και τα παρατάς.

Ενώ το αυτοκίνητο προχώρησε
άφησες τις σκέψεις σου να πλανηθούν στη μικρή του καμπίνα
κι έκανες χώρο γι άλλες, καινούργιες,
πλανήθηκε το βλέμμα σου μια στιγμή στον ορίζοντα
πρόσεξες πως η άχλη είχε χαθεί
η ήρεμη σχεδόν παγωμένη επιφάνεια της θάλασσας
είχε τώρα μετατραπεί σε ανταριασμένα κύματα χαστούκια
που λυσσούσαν ν' ανέβουν στον δρόμο κ να σε πάρουν
στον βυθό για πάντα
μα το βλέμμα σου δεν είχε τρόμο,
έχει μαγευτεί, είχε κολλήσει στ' αφρισμένα κύματα
σαν να 'ταν αυτά σειρήνες κ σκοπό αγαπημένο της μάνας
απ' την κούνια σου τραγουδούσαν,
ο νοτιάς αμείλικτος τα μάτια σου χάιδευε νωχελικά, υπνωτισμένα...

Γυρνάς το βλέμμα και κοιτάς,
χάδια ζητάς, πάντα τα παίρνεις. (γιατί τα ζητάς ;)
Οι βόλτες αυτές της θάλασσας οι μακρινές, είναι για σένα
που ο νους σου αγαπά σκέψεις να πλάθει.

αΘηνά.

Η θάλασσα, τον χειμώνα στο χωριό μου, την Καρδάμαινα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου